Oταν ο Χουλιάν (Ρικάρντο Ντάριν) δέχεται μια αναπάντεχη επίσκεψη από τον παιδικό του φίλο, Τομάς (Χαβιέ Καμάρα), η συνάντησή τους είναι γλυκόπικρη. Η επανένωσή τους, η πρώτη έπειτα από πολλά χρόνια, θα είναι και η τελευταία τους. Διεγνωσμένος με σοβαρή ασθένεια, ο Χουλιάν αποφασίζει ότι δεν θέλει να κάνει άλλες θεραπείες, αλλά να ασχοληθεί με τα κληρονομικά του, την ίδια του την κηδεία και, το πιο σημαντικό απ’ όλα: να βρει ένα σπίτι για τον αγαπημένο του σκύλο, Τρούμαν. Η τελευταία αυτή πράξη τού ραγίζει την καρδιά. Καθώς οι δύο άντρες περιφέρονται στους δρόμους της Μαδρίτης, επισκέπτονται βιβλιοπωλεία, εστιατόρια, γιατρούς και κτηνίατρους, ένας ιδιαίτερος δεσμός αναπτύσσεται ανάμεσα τους.
Πώς εξασφαλίζεις το μέλλον του αγαπημένου σου σκύλου όταν ξέρεις ότι θα πεθάνεις; Αυτό μοιάζει να αποτελεί αρχικά το μοναδικό μέλημα και την πραγματική έννοια του Χουλιάν, ο οποίος πάσχει από καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο και έχει αποφασίσει να μην πραγματοποιήσει περαιτέρω χημειοθεραπείες που θα του προσφέρουν ενδεχομένως μια μικρή παράταση ζωής αλλά καμία ποιότητα στις τελευταίες του στιγμές. Ομως η άφιξη του πάλαι ποτέ κολλητού του από τον Καναδά, με τον οποίο θα περάσει τέσσερις τελευταίες ημέρες, θα γίνει η αφορμή για να έρθει αντιμέτωπος –όχι μόνος πια– με τις υπόλοιπες εκκρεμότητες της ζωής του.
Η θεματική αυτού του προδιαγεγραμμένου τέλους και της επιτακτικής ανάγκης για άμεση, βεβιασμένη επίλυση κάθε εκκρεμότητας σίγουρα δεν είναι πρωτότυπη, και –επιφανειακά μόνο– η ταινία του Σεσκ Γκάι δεν ξεστρατίζει ιδιαίτερα από τα αναμενόμενα. Είναι όμως ο λεπτός σεναριακός χειρισμός του, η απουσία κάθε ευκολίας και εκβιαστικού μελοδραματισμού και η σταδιακή, διακριτική αλλά τόσο ουσιαστική εμβάθυνση στους χαρακτήρες του, που καθιστούν το «Truman» μια τόσο αυθεντικά συγκινητική, εύστοχη και ειλικρινή σπουδή πάνω στη συμφιλίωσή μας με τον θάνατο αλλά και με τα όσα, δίχως συχνά να το αναγνωρίζουμε, μας κρατούν στη ζωή.
Η συναισθηματική πίεση από κοντινούς ανθρώπους που δεν είναι έτοιμοι να δεχτούν τη σκληρή απόφαση του Χουλιάν, οι αμήχανες συναντήσεις με φίλους και γνωστούς που δεν ξέρουν πώς να χειριστούν την κατάστασή του, η αναζήτηση του ιδανικού νέου ιδιοκτήτη για τον σκύλο του, Τρούμαν, συνθέτουν τον σεναριακό ιστό για να ξεδιπλωθούν μια σειρά από κωμικοτραγικές σκηνές που ψηλαφούν με χειρουργική ακρίβεια και απατηλή ελαφρότητα όλο το εύρος των ανθρώπινων σχέσεων.
Σκηνές όπως εκείνη όπου ο Χουλιάν αναγκάζεται για πρώτη φορά να αφήσει δοκιμαστικά τον Τρούμαν σε μια υποψήφια οικογένεια ιδιοκτητών ή προσπαθεί ανεπιτυχώς να αποκαλύψει στον φοιτητή γιο του τη σοβαρότητα της κατάστασής του ή, ακόμα, η επίσκεψή του σε ένα γραφείο κηδειών για την τακτοποίηση των δυσάρεστων αλλά απαραίτητων διαδικαστικών λεπτομερειών, αποτελούν υπόδειγμα τού πώς να χειριστείς φαινομενικά μελοδραματικές καταστάσεις με αθόρυβη αποτελεσματικότητα, αφήνοντας μικρές κινήσεις, μισοτελειωμένες φράσεις και φευγαλέα βλέμματα να μεταφέρουν όλο το δραματικό και συναισθηματικό βάρος.
Ταυτόχρονα, αποτελούν ακόμα μια απόδειξη για την αξιοθαύμαστη ικανότητα του Αργεντίνου πρωταγωνιστή Ρικάρντο Νταρίν να υποδύεται ολότελα διαφορετικούς χαρακτήρες χωρίς να επαφίεται σε εμφανείς εξωτερικές μεταμορφώσεις και σχηματικά ερμηνευτικά τρικ. Κι εδώ, στο δύσκολο έργο του να ερμηνεύσει έναν όχι και απόλυτα συμπαθή ήρωα που έχει σε μεγάλο βαθμό αφήσει την ανευθυνότητά του να ορίσει τη ζωή του, βρίσκει ιδανικό αντίβαρο στον πρωταγωνιστή του Αλμοδόβαρ, Χαβιέ Καμάρα («Μίλα της», «Δεν Κρατιέμαι»), στον ρόλο του φίλου που αναγκάζεται να καταπνίξει τα προσωπικά του συναισθήματα για να διατηρήσει τις απαραίτητες ισορροπίες.
Σε αυτή την υπόκωφη και δίχως εμφανείς δραματικές εξάρσεις σχέση των δύο αντρών, το «Truman» ανακαλύπτει το πραγματικό νόημα της φιλίας ως μιας ατελούς και διαρκώς εξελισσόμενης σχέσης, κατανόησης, σεβασμού και ενίοτε αναγκαίου συμβιβασμού. Κι αν κάπου προς το τέλος, η ταινία παρασύρεται σε μια αλληλουχία αταίριαστα στερεοτυπικών σε σύγκριση με τα όσα έχουν προηγηθεί και μάλλον αναμενόμενων ανατροπών, το κάνει χωρίς να χάσει ούτε στιγμή την ανθρωπιά της και την αίσθηση ότι απέναντί μας δεν παύουμε ποτέ να έχουμε αληθινά, τρισδιάστατα ανθρώπινα όντα.