Σε μια από τις αρχικές σκηνές του «Προδότη», όταν ακόμη η δράση βρίσκεται έξω από το δικαστήριο όπου θα συντελεστεί μια από τις πιο πολύκροτες δίκες στη σύγχρονη ιστορία της Ιταλίας, ακούγεται πολύ καθαρά και με νόημα η φράση «Φοβάμαι περισσότερο το κράτος από τη Μαφία». Αργότερα, σε μια από τις πολλές μικρές αριστουργηματικές σκηνές της ταινίας του Μπελόκιο, ο Τζούλιο Αντρεότι θα κυκλοφορήσει με το εσώρουχο από κάτω την ώρα που ράβει ένα σακάκι στους ίδιους ράφτες που ράβονται και οι μαφιόζοι, πριν βρεθεί και αυτός στο εδώλιο του κατηγορουμένου - και τελικά αθωωθεί επειδή οι δικαστές δεν μπορέσαν να βρουν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία για τη σχέση του με την Κόζα Νόστρα.

Αν σε αυτό το συνεχή διάλογο μεταξύ της Μαφίας και του κράτους προσθέσει κανείς και τις ανθρώπινες ιστορίες που έγιναν η αφορμή για να ξεσκεπαστεί ολόκληρη η σισιλιάνικη μαφία - στο τέλος της δίκης Μάξι (όπως έμεινε γνωστή), που ξεκίνησε το 1986 και ολοκληρώθηκε το 1992 στο Παλέρμο, αναγνώσθηκαν 475 καταδίκες - και να βρεθεί η ιταλική κοινή γνώμη για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τον κακό της εαυτό, τότε ξέρετε ακριβώς τα στοιχεία που αποτελούν τον «Προδότη» του Μάρκο Μπελόκιο.

Αυτό που δεν ξερετε ότι στα 80 του χρόνια, ο Μάρκο Μπελόκιο σκηνοθετεί τον «Προδότη» με την ενέργεια, τον ενθουσιασμό, την καυστικότητα, την ειρωνία, τη μελαγχολία και την απόλυτη υπόκλιση στην καθαρή διασκέδαση που ίσως πολλοί δεν περίμεναν από τον ακούραστο, αλλά όχι και τόσο καίριο όσο θα ήθελε, σκηνοθέτη του «Γροθιές στην Τσέπη», της «Ωραίας Κοιμωμένης» και του «Vincere». Με όπλα του την εμπειρία, την ωριμότητα και κυρίως τη συνείδηση που, διάφανη, του επιτρέπει να πει μια ιστορία χωρίς καμία περιστροφή (πόσω μάλλον φόβο ή πάθος), ο Μπελόκιο αναμοχλεύει πάλι την ιταλική ιστορία όπως κάνει σχεδόν σε όλες τις ταινίες του προκειμένου να μιλήσει για το σήμερα - με όχημα μια από τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ για τη Μαφία.

Είναι αδύνατον να μην σκεφτεί κανείς πως η ιστορία του Τομάζο Μπουσέτα, του ανθρώπου που συνεργάστηκε με τις αρχές προκειμένου να αποκαλύψει τα εγκλήματα της Κόζα Νόστρα, δεν είναι η ιστορία μιας Ιταλίας που μετά από μια εξαντλητική κρίση βρίσκεται στο έλεος του λαΐκισμού, της ακροδεξιάς και του μίσους, φημισμένη αρχέγονα για τη διαπλοκή που ορίζει τη δημόσια και την ιδιωτική ζωή της αλλά και τη Μαφία που παραμένει ο μοχλός κίνησης ενός εμπορίου στο περιθώριο της όποιας βαριάς πληγωμένης οικονομίας - τώρα και από τις συνέπειες της πανδημίας που προστέθηκαν από τότε που η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ των Καννών το 2019.

Με τη δομή μιας όπερας (δεν είναι τυχαία η επιλογή του διάσημου χορωδιακού «Va Pensiero» από τον «Ναμπούκο» του Τζουζέπε Βέρντι ακριβώς πάνω στη λήξη της δίκης), ο Μάρκο Μπελόκιο χωρίζει την ιστορία σε τρία μέρη.

Στο πρώτο βλέπουμε την απόφαση του Τομάζο Μπουσέτα να γίνει «προδότης», στο δεύτερο παρακολουθούμε τη δίκη και στο τρίτο παρακολουθούμε τις συνέπειες της καταδίκης μέχρι το τέλος της ζωής του Μπουσέτα. Με το ρυθμό ανεβασμένο, εύστοχα flash-back ακριβώς τη στιγμή που χρειάζονται, τις σκηνές του πανδαιμόνιου της δίκης να αποτελούν μια πραγματική κινηματογραφική απόλαυση και μια διάχυτη μελαγχολία για τις μικρές ή τις μεγάλες τραγωδίες μιας ολόκληρης «φαμίλιας» που διέκοψε απότομα τους δεσμούς αίματος που την κρατούν ενωμένη, ο Μπελόκιο καθαρίζει οριστικά με τον παραλογισμό του οργανωμένου εγκλήματος, ασκεί πολιτική κριτική για όσα συνεχίζουν να κρύβουν οι σκοτεινές διαδρομές της διαπλοκής, αναλογίζεται πάνω στη σημασία της αλήθειας και του ψέματος και περισσότερο απ' όλα αυτά αφηγείται μια ανθρώπινη ιστορία μέσα στο χρόνο.

Ο Τομάζο Μπουσέτα δεν είναι αθώος, ούτε ήρωας. Είναι όμως ένας άνθρωπος που είδε τη ζωή του να δοξάζεται και να καταστρέφεται από τη Μαφία. Γι' αυτόν οι προδότες είναι όλοι οι άλλοι που άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν μέχρι τότε τα πράγματα, καταρρίπτοντας μονομιάς την κοσμοθεωρία του για ό,τι μέχρι τότε θεωρούσε το μοναδικό τρόπο να ζεις. Και η απόφασή του να συνεργαστεί με το κράτος θα είναι καθοριστική. Ο Μπελόκιο τον ακολουθεί σε μια διακεκομμένη, τραγική, αλαζονική, βαθιά μελαγχολική διαδρομή μέσα στο χρόνο, χαρίζοντάς του τη λάμψη ενός κλασικού κινηματογραφικού ήρωα και ο Πιερφραντζέσκο Φαβίνο - σε μια από τις πιο σπουδαίες ερμηνείες που είδαμε τελευταία στο παγκόσμιο σινεμά - τον αφήνει ανεξίτηλα στη μνήμη του θεατή πρωτίστως σαν ένα σύμβολο και μια τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής αλλά κυριότερα ως έναν άνθρωπο που έχοντας γεννηθεί, υπηρετήσει και πληγωθεί από έναν κύκλο αίματος το μόνο που ζήτησε τελικά ήταν να πεθάνει ήσυχος στον ύπνο του.