Αυτή η ταινία αφιερώνεται σε όλες τις ηθοποιούς που έχουν ερμηνεύσει ηθοποιούς
Σε όλες τις γυναίκες που ερμηνεύουν καθημερινά ρόλους
Σε όλους τους άντρες που κρύβονται σε ρόλους μέχρι να γίνουν οι γυναίκες που πάντα ήθελαν
Σε όλες τις μητέρες και σε όσους επιθυμούν να γίνουν μητέρες
Στην μητέρα μου
H Mανουέλα είναι μία 40χρονη νοσοκόμα, που ειδικεύεται ως μεσολαβητής στα ειδικά κέντρα μεταμοσχεύσεων. Είναι εκείνη που πείθει τους συγγενείς, την ώρα της μεγάλης τους τραγωδίας, να δωρίσουν τα όργανα του ανθρώπου τους σε κάποιον άλλον που έχει ανάγκη. Αγνοεί όμως το δικό της τραγικό κάρμα. Την μέρα των γενεθλίων του ο Εστέμπαν, ο 17χρονος γιος της, θα χτυπηθεί μπροστά της από αυτοκίνητο. Ρομαντικός, ονειροπόλος και εκκολαπτόμενος καλλιτέχνης, προσπαθούσε να πάρει αυτόγραφο από την μεγάλη θεατρίνα Χούμα Ρόχο, και δεν πρόσεξε τρέχοντας στο δρόμο. Η Μανουέλα θα δωρίσει την καρδιά του και θα χάσει τη δική της.
Καταρρακωμένη, αποφασίζει να αφήσει την Μαδρίτη. Να επιστρέψει στη Βαρκελώνη των νιάτων της, όταν κι εκείνη έπαιζε στο θέατρο τη Στέλλα του «Λεωφορείου ο Πόθος». Κι όταν τον Κοβάλσκι έπαιζε ο πατέρας του Εστέμπαν - πριν τους εγκαταλείψει, αλλάξει ζωή, αλλάξει φύλο και γίνει «Λόλα». Η Μανουέλα θα ψάξει να τον βρει μέσω της παλιάς τους φίλης Αγράδο, μίας αθυρόστομης έξω-καρδιά διεμφυλικής γυναίκας. Παράλληλα θα γνωρίσει από κοντά την ντίβα Χούμα Ρόχο, αλλά θα συνδεθεί και με τη Ρόζα, μία νεαρή καλόγρια που βιώνει τη δική της τραγωδία.
Ο Αλμοδόβαρ μάς συστήθηκε ως ένας σκηνοθέτης φρέσκος, μεταμοντέρνος, ξεχωριστός, τολμηρός που προχώρησε το σινεμά του με άλματα. Και το σινεμά του ήταν πάντα ένα σινεμά μαγικών αντιθέσεων. Ενα πολύτιμο queer σινεμά που ενώνει το τραγικό με το αστείο, το μελόδραμα με το camp, το noir με το σουρεαλιστικά absurd. Ποτέ όμως, μέχρι αυτήν εδώ την ταινία, ο ισπανός σκηνοθέτης δεν είχε πατήσει με τόση αυτοπεποίθηση στα πόδια του. Εδώ για πρώτη φορά ένωσε όλες τις αντιθέσεις του στιλ του, όλες τις θεματικές των προβληματισμών του, όλες τις τελείες της προσωπικής και επαγγελματικής του διαδρομής σε ένα ολοκληρωμένο αριστούργημα. Και μαζί, ένωσε κι όλους εμάς - γκέι, λεσβίες, non binary, στρέιτ- σε έναν κοινό τόπο ανθρωπιάς και συγκίνησης.
Αφήνοντας για λίγο στην άκρη τις ευκολίες της κωμωδίας (παρόλο που η «Αγράδο» θα προσφέρει απλόχερα και γενναιόδωρα κωμική ανακούφιση), ο Αλμοδόβαρ δεν εγκαταλείπει τις ρίζες της κινηματογραφικής του γραφής, αλλά με ένα σενάριο που αγγίζει το μεδούλι των προσωπικών του εμμονών, κι ένα σκηνοθετικό βλέμμα που ωριμάζει, ανοίγει, τεντώνεται, απλώνει, το πάλαι ποτέ enfant terrible της Movida μεταμορφώνει τις παλιές του αδυναμίες σε δύναμη, τα τραύματά του σε εικόνες που έμειναν αυτόματα κλασικές, τις κλασικές αναφορές του σε κινηματογραφικό προσκύνημα.
Κατασκευάζει μία ταινία υπέροχης επιδερμίδας, κατακόκκινης και χρωματιστής, λαμπερής και πληθωρικής, που όμως πάλλεται από το κοινωνικοπολιτικό της σχόλιο (ταυτότητα, αυτοδιάθεση, εργασία, τέχνη, ελευθερία, μητρότητα/πατρότητα) και γειώνεται από την μελαγχολία για την ανεξέλεγκτη μοίρα των ανθρώπων (ο έρωτας κι ο θάνατος χορεύουν απεγνωσμένα υπό τους ήχους της φυσαρμόνικας του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας).
Η κάμερά του ανοίγει σε απίστευτα κάδρα (η Μανουέλα με φόντο το γιγαντιαίο πόστερ της Χούμα είναι μία εικόνα που ερωτευτήκαμε ακαριαία), κλείνει σε σπαρακτικά κοντινά (με τις ρυτίδες της Περέδες και τον εκφραστικό σπαραγμό της Ροθ να δίνουν κυριολεκτική σάρκα στην απόγνωση, ενώ το φρέσκο μουτράκι της Κρουζ κουβαλά όλη την τρυφερότητα και τη θλίψη της ταινίας), στριφογυρίζει με υγρή «φελινική» κυκλική κίνηση σε παράνομες αλέες, βυθίζεται υπνωτικά σε τούνελ-λαγούμια (σαν να επιστρέφει στην ασφάλεια της μήτρας), ή στέκεται ακίνητη για να συλλάβει τη συγκίνηση ενός σκύλου που αναγνωρίζει την οικογένειά του σ' ένα ταξί.
Στο επίκεντρό του για άλλη μία φορά οι γυναίκες. Εμπνευσμένο και αφιερωμένο στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν στη Λα Μάντσα ξαδέλφες, θείες, γειτόνισσες και φυσικά την μητέρα του, οι οποίες με τον Εμφύλιο βίωσαν τον θάνατο, την εγκατάλειψη, την μονογονεϊκή μοναξιά. Παθιάρες σπανιόλες που τον έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι για να επιβιώσουν υιοθετούσαν δεκάδες ρόλους καθημερινά.
Εμπνευσμένο και αφιερωμένο και στις άλλες γυναίκες που τον μεγάλωσαν - αυτές του Τένεσι Γουίλιαμς ή του Λόρκα ή της γραφής της Τζόαν Ντιντιόν ή των μελοδραμάτων του Ντάγκλας Σερκ. Οι ασπρόμαυρες ντίβες του Οld Hollywood - η Μάρλεν Ντίντριχ, η Γκρέτα Γκάρμπο, η Μπέτι Ντέιβις, που πίσω από την μάσκα των ρόλων τους έκρυβαν κάτι το οικεία πονεμένο.
Και με μία κίνηση ματ για το mainstream κοινό, ο Αλμοδόβαρ εμπνέεται, αφιερώνει και παρουσιάζει όλες τις γυναίκες - ακόμα κι αυτές που δεν γεννήθηκαν με αυτό το φύλο (ο μονόλογος της «αυθεντικής γυναίκας» της Αγράδο έχει μείνει κλασικός), ακόμα κι αυτές που αλλάζοντας επιδερμίδα δεν παύουν να είναι πατέρες. Ας μην το παίρνουμε ως δεδομένο: το 1999 ο διάλογος για το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την τρανς ορατότητα, δεν είχε ανοίξει ευρέως.
Είναι συναρπαστικό να ξαναβλέπει κανείς την ταινία, 25 χρόνια μετά, με τα ζητήματα διεκδίκησης ισότητας στο γάμο και την τεκνοθεσία να υπάρχουν στην πολιτική ατζέντα, ενώ ο Αλμοδόβαρ σου παρουσίαζε την πανανθρώπινη πτυχή τους σχεδόν 3 δεκαετίες πίσω. Χωρίς να κρίνει, χωρίς διδακτισμούς. Ακόμα κι αν η σοκαρισμένη μητέρα της Ρόζα, ή ο απών στο λήθαργό του πατέρας της, φωτογράφιζαν την αδυναμία μιας γενιάς να συνδεθεί με την ανάγκη των παιδιών τους, ο Αλμοδόβαρ συγχωρεί και αγαπάει και κρατάει τις πόρτες των σπιτιών ανοιχτές στην συμπόνια, την εξιλέωση, τη λύτρωση.
Ολοι έχουν το δικαίωμα στην οικογένεια, στη συντροφικότητα και την προστασία της, στην αλληλεγγύη και την αποδοχή της. Κι αν δεν γεννιέσαι σε μια τέτοια οικογένεια, τη δημιουργείς, την επιλέγεις. Κι έτσι όλες οι γυναίκες φροντίζονται, κι όλες γίνονται μητέρες. Η μία στα παιδιά της άλλης. Ή η μία της άλλης. Σαν δωρητές καρδιάς, όταν οι καρδιές λιποψυχούν.