Υπάρχει κάτι το καθησυχαστικό στο να βλέπεις την Αντζελίνα Τζολί σε ταινία δράσης. Οχι σε δράμα, όπου οι ερμηνείες της πνίγονται στην υπερβολή, ναι στην κωμωδία, αν ως τέτοια δει κανείς το «Maleficent». Αλλά κυρίως σε ταινία δράσης, γιατί είναι λεπτεπίλεπτη αλλά δυνατή, ήρεμη αλλά αποφασιστική κι είναι βέβαιο πως ό,τι θελήσει να κάνει, θα το καταφέρει. Κι εκεί κάπου σταματούν τα πλεονεκτήματα του «Αυτοί που Εύχονται το Θάνατό μου».
Η πιο αδύναμη, ως τώρα, δουλειά του Τέιλορ Σέρινταν, που υπέγραψε τα εξαιρετικά σενάρια του «Sicario» και του «Hell or High Water», αλλά και τη σκηνοθεσία του «Winding River» που πέρασε πιο απαρατήρητο απ' όσο του άξιζε, βασίζεται στο μυθιστόρημα του Μάικλ Κορίτα που το διασκευάζει και σε σενάριο, μαζί με τον Τσαρλς Λίβιτ του «Blood Diamond». Κι όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, χαλάει το σενάριο.
Η ιστορία ξεκινά σε δυο ταμπλό, για να τα φέρει μαζί ο κίνδυνος κι η ανάγκη. Η Χάνα είναι πυροσβέστης στη Μοντάνα - εδώ ο Σέρινταν, δουλεύοντας σε σινεμασκόπ, βρίσκει την ευκαιρία να «μιλήσει» με τις εικόνες του για την παρθένα αμερικανική φύση, τη μοναξιά της, τους ανθρώπους που ζουν έξω από το σύστημα. Η Χάνα, παράτολμη, «ένα από τα αγόρια», κρύβει μια θλίψη κι ενοχή. Σε μια πρόσφατη επιχείρηση, από λάθος υπολογισμό, δεν κατάφερε να διασώσει τρία μικρά αγόρια.
Ταυτόχρονα, ο Οουεν, που μάλλον δουλεύει για την Εισαγγελία, έχει στην κατοχή του αποδείξεις διαφθοράς σε υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια, που οδηγούν στο κατόπι του ένα ζευγάρι πληρωμένων δολοφόνων, τον πάντα σαρδόνιο Εϊνταν Γκίλεν και τον νεαρό κι ορμητικό Νίκολας Χολτ. Οι εκτελεστές θα προλάβουν, στο δάσος της Μοντάνα, τον Οουεν, όμως ο μικρός γιος του, ο Κόνορ, θα διαφύγει και θ' αναζητήσει προστασία σε ποιαν άλλη παρά τη μοναχική και ξεψάρωτη Χάνα. Εκείνη θα συνεργαστεί με τον βοηθό σερίφη γαμπρό του Οουεν, που είναι παντρεμένος με την πολύ έγκυο Αλισον, που είναι «survivalist», δηλαδή εκπαιδεύει κόσμο να επιβιώνει σε ακραίες συνθήκες. Ενα παράλληλο στόρι που διόλου μας αφορά.
Οπως δεν μας αφορά, στ' αλήθεια, ούτε και το βασικό στόρι. Ούτε γιατί οι εκτελεστές κυνηγούν τον Οουεν, ούτε ποιος τους έχει βάλει, ούτε, γενικώς, το μυστήριο της ιστορίας. Φυσικά η μεγάλη πυρκαγιά (από χέρι ανθρώπου) που από την αρχή της ταινίας περιμένουμε ότι θα έρθει, όντως έρχεται κι είναι γρήγορη και καυτή. Κι η αναμέτρηση της Αντζελίνα με τους εκτελεστές το ίδιο, δίνοντάς της εξαιρετική ευκαιρία να δώσει πόνο κραδαίνοντας ένα τσεκούρι. Η εναλλαγή της μητρικών ενστίκτων, προστατευτικής Αντζελίνα με την άλλη, την εκδικήτρια, είναι πετυχημένη, το ίδιο κι η κάθαρση που φέρνει η φωτιά (στην κοσμοθεωρία του Σέρινταν, τουλάχιστον), γιατί αποτελεί στοιχείο της φύσης και όχι του ανθρώπινου πολιτισμού. Αλλά ούτε κι αυτό μας ενδιαφέρει, τελικά, κρατώντας, μόνο, την ευκαιρία να χαζέψουμε την υπερστάρ που πάντα τσαλακώνεται και πάντα βγαίνει νικήτρια. Αυτή τη φορά, με λίγο smokey eyes παραπάνω, αλλά ίσως και δικαιολογείται, λόγω της φωτιάς.