Το πρώτο πράγμα που σε καλύπτει μ' ένα στρώμα ψύχους είναι η φωτογραφία του «The Zone of Interest», της πρώτης δουλειάς που παρουσιάζει ο Βρετανός Τζόναθαν Γκλέιζερ μετά το «Κάτω από το Δέρμα» του 2014. Τόσο καθαρή ώστε να διαγράφεται κάθε λεπτομέρεια της πλούσιας, καταπράσινης φύσης, του ολόλευκου δέρματος, του γυαλιστερού μαύρου σκύλου, των καλοσιδερωμένων ρούχων. Τόσο αποστειρωμένη ώστε, χωρίς αιτιολογία, να σε σπρώχνει μακριά. Η περίσταση μοιάζει ειδυλλιακή - το ένστικτο σε έχει ήδη βυθίσει στον εφιάλτη.
Αυτή είναι η ιστορία, χαλαρά βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Μάρτιν Εϊμις του 2014, της καθημερινότητας του Ρούντολφ Ες και της οικογένειάς του, όσο έζησαν στο κομψό σπιτάκι με τον κήπο, δίπλα στο ποτάμι, αντικριστά στον τοίχο του Αουσβιτς. Γύρω από το στρατόπεδο, η «ζώνη ενδιαφέροντος». Μέσα στο σπίτι, μια μπαναλιτέ που παραλύει τις αισθήσεις. Τρόμος, ησυχία και χαμόγελο.
Ο Ρούντολφ Ες, ο Διοικητής του Αουσβιτς, είναι ένας ήρεμος άντρας, σύζυγος με κατανόηση - ακόμα κι όταν η γυναίκα του, Χέντβιγκ (η ήδη πολυβραβευμένη για το ρόλο της, Σάντρα Ούλερ), στα πρόθυρα της νεόπλουτης υστερίας), προβάλλει αντιστάσεις για την επικείμενη μετάθεσή του: εκείνη δεν θέλει να μετακομίσουν, θέλει να μείνουν εδώ, είναι ιδανικός τόπος για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, δίπλα στη φύση, με την απλότητα της βουκολικής ζωής. Η ζωή στο σπίτι κυλά με τις αναμενόμενες μεταπτώσεις, εντολές στις υπηρέτριες (αποστεωμένες, βωβές κοπέλες, τυχερές που κάθε τόσο η κυρία τούς μοιράζει ρούχα κι εσώρουχα που βρήκε... πού;), «εργάτες» με ριγέ στολές που φέρνουν «λίπασμα» για τον κήπο, ευχάριστο απογευματινό τσάι με άλλες κυρίες αξιωματικών και χαριτωμένα κουτσομπολιά, ή σχόλια για μόδες, σαν το όμορφο φορεματάκι που η μία πήρε από εκείνη την Εβραιοπούλα. Ανεμελιά για τα παιδιά που απολαμβάνουν το μπάνιο τα Σαββατοκύριακα, ή παίζουν στα κρεβάτια τους - με οδοντικές γέφυρες που φυλούν σ' ένα κουτάκι. Εντάσεις με την πεθερά, τη μητέρα της Χέντβιγκ, τη μόνη που αφήνει να διαφανεί μια απορία για το ανθυγιεινό περιβάλλον. Και στο φόντο το φουγάρο που φτύνει μαύρο καπνό και δυσοσμία που νομίζεις ότι αισθάνεσαι.
Σε κάθε κάδρο, στιγμές οικογενειακής ρουτίνας, στιγμές παράνοιας. Οι δυο στρατιώτες με τα πολυβόλα που διασχίζουν το πάνω μέρος του κάδρου, σχεδόν απαρατήρητοι. Εξω από τον παραδεισένιο κήπο με τα πολύχρωμα λουλούδια που μυρίζει το αφράτο μωρό, ο χαρακτηριστικός πυργίσκος του Αουσβιτς. Ο ήχος, ο δεύτερος παράγοντας που παγώνει τις αισθήσεις, ήχος που έρχεται από πολύ κοντά, χωρίς να φαίνεται η πηγή του: πάνω από τους διαλόγους, τα γέλια ή τους τσακωμούς, παραγγέλματα που ουρλιάζονται, πυροβολισμοί, κραυγές πόνου. Στιγμές εικαστικών διαλειμμάτων, όπως δυο ολόκληρες σεκάνς σε αρνητικό, απομονωμένες, παράλληλες δράσεις, με το δικό τους αντιθετικό νόημα.
Ο Τζόναθαν Γκλέιζερ είναι ένας ψυχρός σκηνοθέτης, σαν τον Χάνεκε που περιβάλλει με ανέκφραστη κομψότητα τη βία των ιστοριών του. Ψυχρά κοιτάζει κι αυτό το σύμπαν, τον Ρούντολφ Ες που προβληματίζεται με τη δουλειά του, εάν ο φούρνος κυκλικής καύσης είναι, τελικά, πιο αποτελεσματικός για την αποτέφρωση των «φορτίων», ή που ξεπλένει καλά το μόριό του μετά από μια ερωτική ατασθαλία στο γραφείο του. Δείχνει, χωρίς να υποδεικνύει. Αλλωστε, δεν έχει νόημα να υποδείξει κάτι. Τα εγκλήματα τα έχει καταγράψει η Ιστορία, για την κοινοτοπία του Κακού έχει γράψει η Χάνα Αρεντ, εάν είσαι αρνητής του Ολοκαυτώματος ή φασίστας, δεν θα σ' επαναφέρει στη λογική μία ταινία. Δεν χρειάζεται συναισθηματική νοημοσύνη για να κρίνεις. Χρειάζονται ακριβώς αυτά που προσφέρει: μια προσέγγιση ταυτόχρονα εγκεφαλική και πραγματιστική, μια ομορφιά κομμένη και ραμμένη με χάρακα, με αυστηρές γραμμές και παραδοσιακές αξίες. Με ενέσεις παραμυθιού, όταν αυτό είναι το «Χάνσελ και Γκρέτελ», το πιο γκροτέσκ, πιο αιματοβαμένο απ' όλα τα παραμύθια της φρίκης.
Αν κάτι περισσεύει, ίσως είναι η «επίσκεψη» της κάμερας, στο φινάλε (όχι, κανένα σπόιλερ), στο πραγματικό Αουσβιτς του σήμερα, στο μουσείο (παρότι κι εδώ με μια προσέγγιση καθημερινότητας, με το συνεργείο καθαρισμού να σκουπίζει τα δάπεδα και να γυαλίζει τις βιτρίνες με τ' απομεινάρια του θανάτου). Τα νοήματα έχουν τεθεί, δεν χρειάζεται παραπάνω επεξήγηση. Μόνο μια υπενθύμιση, του Τζόναθαν Γκλέιζερ, ανάμεσα στις γραμμές και στις σκηνές, ότι το Κακό ζει μέσα στην πεζότητα, ότι τα πρόσωπα εξουσίας του δικού μας κόσμου χρειάζονται εξονυχιστική παρατήρηση γιατί κι εκείνα μπορεί να το κρύβουν μέσα στις κλισέ φράσεις τους, τις αναμενόμενες εμφανίσεις τους, τη δική τους ρουτίνα. Λίγες φορές βλέπεις στο σινεμά μια αποθέωση της μπαναλιτέ τόσο έντεχνη, σπάνια μια ταινία που σε αναστατώνει χωρίς να προσπαθεί να το προκαλέσει. Γιατί τίποτε στην ταινία του Γκλέιζερ δεν είναι κοινότοπο και όλα είναι, με τον πιο σαδιστικό τρόπο.