Βρισκόμαστε στο 1919. Η είσοδος του Κόκκινου Στρατού στην Οδησσό, ξεριζώνει την κοινότητα των Ελλήνων από τα σπίτια τους. Η Ελλάδα τους παραχωρεί ένα κομμάτι γης, ένα λιβάδι δίπλα στο ποτάμι, για να χτίσουν τον νέο τους οικισμό. Ανάμεσα στις οικογένειες που καταφθάνουν είναι κι αυτή που, μέσα στον κατατρεγμό, υιοθέτησε την μικρή Ελένη. Την βρήκαν να κλαίει ορφανή κι ολομόναχη στο λιμάνι της Οδησσού και την πήραν μαζί με τον μικρό τους γιο. Μόνο που, μεγαλώνοντας, τα δυο παιδιά ερωτεύονται. Μία σχέση που αντιμετωπίζεται με οργή από τον πατέρα - ειδικά όταν η έφηβη Ελένη γεννά στα κρυφά δύο δίδυμα αγόρια, τα οποία δίνονται για υιοθεσία. Ο πατέρας έχει εμμονή με την Ελένη - την έσωσε, είναι δική του. Οταν μένει χήρος, την αναγκάζει να τον παντρευτεί. Κατά τη διάρκεια της τελετής όμως, η Ελένη το σκάει με τον αδελφό/εραστή της. Τα δύο νέα παιδιά θα βρουν καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη, σ' ένα μπουλούκι μουσικών που ζουν στον προσφυγικό καταυλισμό των μικρασιατών. Θα καταφέρουν να ξαναπάρουν πίσω τα παιδιά τους και θα προσπαθήσουν να χτίσουν ένα μέλλον μαζί. Με τον ξεριζωμό στις αποσκευές τους. Την κατάρα του απερριμμένου πατέρα να τους κυνηγά τιμωρητικά. Και την Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας να τους συντρίβει.

Το 2005, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε ξεκινήσει με αυτή την ταινία την τελευταία φιλόδοξη «Τριλογία» του. Με σαφείς αναφορές στον Θηβαϊκό Κύκλο, ο Αγγελόπουλος φιλοδοξούσε να αντιπαραθέσει τις επικές αρχαίες τραγωδίες με την μοίρα του Ελληνισμού απέναντι στη δίνη των μεγάλων ιστορικών γεγονότων του 20ου αιώνα (προσφυγιά, Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, εμφύλιος) φτάνοντας μέχρι την Ελλάδα του σήμερα. Δυστυχώς, ο θάνατός του δεν του επέτρεψε να την ολοκληρώσει.

Η Ελένη είναι η εμβληματική πρωταγωνίστρια - με ένα όνομα βαρύ, σαν Ιστορία. Κι ο Αγγελόπουλος επιλέγει συμβολικά και κυριολεκτικά να την παρουσιάζει άσκεπη, διωγμένη, ξένη. Ενα κορίτσι (ή μία χώρα) που βρίσκει προστάτες που θέλουν να ελέγξουν το μέλλον της, ενώ εκείνη προσπαθεί να χαράξει το δικό της. Με την ελευθερία της να εκλαμβάνεται ως ύβρις, και την κατάρα των θεών να στοιχειώνει κάθε της βήμα, η Ελένη θα τα χάσει όλα - σπίτι, χώρα, σύντροφο, παιδιά. Ακόμα και τον δανεικό της τόπο. Ενα λιβάδι που δάκρυζε και τα δάκρυα έπνιξαν τους ανθρώπους του.

Ολα τα αγωνιώδη ερωτήματα του σινεμά του Αγγελόπουλου είναι παρόντα - η αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας, η αλήθεια της ως χώρα λεηλατημένη και αέναα καταδιωγμένη, ο πολιτικός κόσμος που η αριστερά ονειρεύτηκε αλλά δεν πραγματώθηκε ποτέ. Οπως κι όλα τα σύμβολα και τα κινηματογραφικά του εργαλεία: τα επικά, υγρά μονοπλάνα (ο Ανδρέας Σινάνος μεγαλουργεί για άλλη μία φορά στην κάμερα, με τη 9λεπτη σεκάνς του απακριάτικου πάρτι να παραμένει εμβληματική), η παλέτα με τα σάπια γήινα χρώματα (το κόκκινο έχει αφαιρεθεί πια από παντού, οι σημαίες δεν είναι επαναστατικές αλλά μαύρες, πένθιμες, και θα το δούμε επιλεκτικά, ως αίμα), η περιρρέουσα βαρύτονη μελαγχολία σαν ομιχλώδες σύννεφο που απειλεί ακόμα τις ελάχιστες στιγμές χαράς, και, φυσικά, το νερό. Το ποτάμι που δίνει ζωή. Το ποτάμι που γίνεται δάκρυα και ξεχειλίζει και την πνίγει. Η θάλασσα που στις αποβάθρες της αποχαιρετάς ό,τι αγάπησες.

Ομως εδώ, ο Αγγελόπουλος θα υφάνει αναφορές από τους αρχαιοελληνικούς μύθους - από την Ιλιάδα (όλα γίνονται για τα θλιμμένα μάτια μιας Ελένης), τον Οιδίποδα και τους Επτά επί Θήβας, ξετυλίγοντας κι ακολουθώντας τον κόκκινο μίτο της Αριάδνης στην τραγική μοντέρνα ελληνική ιστορία μέχρι το τέλος του ελληνικού Εμφύλιου το 1949.

Παράλληλα, ο κινηματογραφικός του καθρέφτης αντικατοπτρίζει το παλιότερο έργο του - αυτοαναφορικά, με διάθεση αντίστιξης, εσωτερικού διαλόγου (η πλωτή κηδεία με τις μαύρες σημαίες ως απάντηση στις «Μέρες του '36», ο «θίασος» των μουσικών δεν έχει όνειρα, μόνο πίκρα και προδοσία. «Χάσαμε»).

Εκεί όμως βρίσκεται και η αχίλλειος πτέρνα του. Παρακολουθώντας 310 λεπτά άψογων αισθητικά κάδρων, με τους διάφανους συμβολισμούς να υπογραμμίζονται επιδεικτικά (για ένα άσπρο νυφικό, για μια Ελένη), η οδύσσεια του Αγγελόπουλου δεν μπορεί να αποφύγει τη σύγκριση (και σύγκρουση) με τον ίδιο του τον εαυτό. Και μπροστά στον «Θίασο», τους «Κυνηγούς», την «Αναπαράσταση», ο πολιτικός στοχασμός μοιάζει αστήριχτος, ισχνός. Κι η αναμέτρηση της ιστορίας με την Ιστορία καταλήγει καλλιγραφική, επιδερμικά αλληγορική, προβλέψιμη. Σαν να επιμένει, οριακά νακρισσιστικά, στο να επιδείξει την μαεστρία των ιδεών του - το μεγαλειώδες ταρκοφσκικό δέντρο με τα κρεμασμένα ζώα, τα δυο αδέλφια σε αντίθετα στρατόπεδα, τα κατάλευκα απλωμένα σεντόνια που θα λερωθούν με αντιστασιακό αίμα.

Τα φρέσκα πρόσωπα του Νίκου Πουρσανίδη και της (αναγεννησιακά όμορφης) Αλεξάνδρας Αϊδίνη στην αρχή της καριέρας τους, επίσης δεν βοηθούν στο να στηρίξουν ένα τόσο επικό, και συνάμα ανερμάτιστο, αφήγημα. Την παράσταση κλέβει ο Γιώργος Αρμένης - ακόμα κι όταν ψάχνει το καπέλο του, την μόνη στέγη στην προσφυγιά του.

Υπάρχει κάτι βαθιά πένθιμο, κάτι που πραγματικά δακρύζει. Κι αυτό είναι το τέλος ενός πεισμωμένου 70ς Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου που δεν νοεί να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί, να παραμείνει νεωτερικός. Αλλά επιμένει σε μία φόρμα που οδηγεί νομοτελειακά σε αδιέξοδο, σε έναν κύκλο της ιστορίας του σινεμά που σε επιστρέφει συνεχώς πίσω στην αφετηρία. Για να θυμηθείς (ή να ανακαλύψεις) έναν Αγγελόπουλο που πραγματικά πρωτοπορούσε.