Το 2005, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Α' πεθαίνει και το Κονκλάβιο, οι σκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο Καρδινάλιοι, συγκεντρώνονται για να εκλέξουν τον νέο ποιμενάρχη της Ρωμαιοκαθολικής Χριστιανικής Εκκλησίας. Ποιος θα κάτσει στην Αγία Εδρα είναι, κυρίως, πολιτική πράξη και ανάμεσα στους κόλπους των Καρδιναλίων κυριαρχούν δύο τάσεις: της συντήρησης και της προόδου. Τελικά νίκησε ο συντηρητισμός και η σιδηρά προστασία του δόγματος, καθώς επικράτησε της ιερής ψηφοφορίας ο Γερμανός Γιόζεφ Αλοϊς Ράτσινγκερ, ο οποίος διακυβέρνησε ως Βενέδικτος ο 16ος. Δεύτερος στην ψηφοφορία όμως, είχε έρθει ο Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο - ο ήπιος, ταπεινός, προσηνής Αργεντίνος Καρδινάλιος, ο οποίος πίστευε σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και στον εκσυγχρονισμό της Εκκλησίας. Επτά χρόνια αργότερα, χτυπημένος από οικονομικά και σεξουαλικά σκάνδαλα ιερέων, αλλά και ταλαιπωρημένος από ασθενική υγεία, ο Πάπας Βενέδικτος προσκαλεί στο Βατικανό τον Μπεργκόλιο για να τον πείσει να αναλάβει εκείνος την ανώτατη έδρα, καθώς είναι έτοιμος να παραιτηθεί. Ενας διάλογος καθόλου απλός ή εύκολος, καθώς, αντιθέτως, ο Μπεργκόλιο (ο σημερινός Πάπας Φραγκίσκος) ήθελε να παραιτηθεί από Καρδινάλιος και να ζήσει έναν ακόμα πιο απέριττο βίο ως απλός ιερέας. «Αξιος ηγέτης είναι αυτός που δεν θέλει την εξουσία», Πλάτωνας.
Ο Μπεργκόλιο, ως γνήσιος Αργεντίνος, αγαπά πολύ το τάνγκο. Ενα χορό που, πρώτα από όλα, χρειάζονται δύο. Κι ένα τέμπο που μερικά βήματα πίσω, σε προχωρούν μπροστά. Αυτή τη φόρμα χρησιμοποιούν για να μας αφηγηθούν αυτή την ιστορία, τόσο ο σεναριογράφος Αντονι ΜακΚάρτεν («Bohemian Rhapsody», «Η Πιο Σκοτεινή Ωρα», «Η Θεωρία των Πάντων») όσο κι ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης Φερνάντο Μεϊρέγιες («Τύφλωση», «Η Πόλη του Θεού», «Ο Επίμονος Κηπουρός»). Δύο Πάπες, δύο διαμετρικά αντίθετοι χαρακτήρες, δύο διαφορετικές ιδεολογίες, αλλά ένα απαραίτητο σφιχταγκάλιασμα (αρχικά αναγκαιότητας και μετέπειτα κερδισμένου σεβασμού) που με συντονισμένα βήματα, ακόμα κι όταν δείχνει ότι τους αναγκάζει σε οπισθοχώρηση, στην ουσία τους πηγαίνει μπροστά. Αρκεί, η μεγαλομανία για το ποιος οδηγεί να μην εμποδίσει την επίτευξη αρμονίας.
Ο Μεϊρέγιες ακολουθεί κι ο ίδιος, τόσο στην κινηματογράφηση όσο και στο μοντάζ, το «αργά αργά, γρήγορα γρήγορα, αργά» τέμπο του τάνγκο. Μπορεί η κάμερά του να χαμηλώνει τους τόνους, γοητευμένη από τον όγκο μεγαλοπρέπειας του Βατικανού, και να εστιάζει με ευσέβεια αλλά και κριτική διάθεση στην πομπώδη παράδοση και στις τελετουργικές λεπτομέρειες του «Kολεγίου των Καρδιναλίων». Λίγο αργότερα, μπορεί να σπιντάρει την ένταση στους φτωχικούς χωματόδρομους του Μπουένος Αϊρες (κάτι που ο Μεϊρέγιες ξέρει να κάνει πολύ καλά), αλλάζοντας τη θερμοκρασία και την παλέτα των χρωμάτων κι επιδεικνύοντας ένα κομμάτι στυλιζαρισμένης πραγματικότητας. Εκεί όμως που σταματά ο χρόνος, είναι στο ίδιο το ζευγάρι. Οι διάλογοι, οι διαφορές, οι διαφωνίες, ακόμα και οι παύσεις. Το παιχνίδι των δύο ηθοποιών είναι ο κεντρικός άξονας της ταινίας. Και ο Μεϊρέγιες το ξέρει.
Κάνει κι αυτός λοιπόν τα μικρά του βήματα πίσω, κι επιτρέπει στο σενάριο του ΜακΚάρτεν να οδηγήσει το χορό. Ενα σενάριο πραγματικό κέντημα, που, ακόμα και το ίδιο, χορογραφεί τη σοβαρότητα των θεμάτων (από τις καταγγελίες για παιδεραστία, μέχρι τη Χούντα της Αργεντινής) με την κατανόηση για την ανθρώπινη τρωτή διάσταση (υπέροχες οι αναφορές στις εμμονές των δύο χαρακτήρων), αλλά ακόμα και το χιούμορ (ποιος θα φανταζόταν ότι ένα smart phone ακούγεται στους ιερούς χώρους του Βατικανού, επιβάλλοντας στον Πάπα να μετρά τα βήματά του;). Η αδέκαστη Πίστη χορεύει με την εξιλέωση. Ο άκαμπτος δογματισμός βλέπει την ανάγκη για μία πιο φιλική, ανοιχτή Εκκλησία. Η φιλοδοξίας της Εξουσίας κάνει βήματα πίσω για να επιβιώσει το Σχήμα.
Κι εκεί, φυσικά, λάμπουν οι δύο πρωταγωνιστές. Ο Τζόναθαν Πράις ερμηνεύει τον Μπεργκόλιο με αβίαστη γλυκύτητα, νατουραλιστική καλοσύνη κι απλότητα που απεικονίζεται στα λαμπερά του μάτια, τα μονίμως χαμογελαστά μάγουλα, τα βλέμματα κατανόησης - ακόμα κι όταν διαφωνεί. Ενας Καρδινάλιος των φτωχών που παίζει ποδόσφαιρο, μαγειρεύει στα συσσίτια και κάθεται στα καφενεία. Μέχρι που έρχεται η στιγμή της εξομολόγησης και το φωτοστέφανό του σκοτεινιάζει.
Ο Αντονι Χόπκινς με ψιθύρους, μουρμουρητά, σκληρά ξεσπάσματα, παγερά βλέμματα που ξαφνιάζονται κι αλλάζουν μέσα στο ίδιο δευτερόλεπτο κι ένα μαεστρικό «γερμανικό» γέλιο καταφέρνει κάτι εξαιρετικά δύσκολο: συνθέτει έναν χαρακτήρα που, ενώ ιστορικά αντιπαθούμε βαθιά (οι φήμες του Βενέδικτου ως πρώην Ναζί δεν καταρρίφθηκαν ποτέ) καταλήγουμε να τον βλέπουμε περισσότερο ως μία τραγική φιγούρα, εγκλωβισμένη στο ατσάλινο δόγμα της.
Οχι, παρόλο που ορισμένα στοιχεία της ιστορίας είναι αληθινά (όντως ο Μπεργκόλιο ήθελε να παραιτηθεί), η ταινία είναι μια φιξιόν κατασκευή. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συζητήθηκε μέσα στην Καπέλα Σιξτίνα εκείνο το πρωινό. Αν κάτω από το μεγαλειώδες έργο του Μικελάντζελο, οι δύο Πάπες χαμήλωσαν με ταπεινότητα τα βλέμματα, γονάτισαν κι εξιλεώθηκαν για τις αμαρτίες τους, συμφωνώντας ότι η ανθρωπότητα αξίζει να κάνει βήματα μπροστά. Αν ο Βενέδικτος υποχώρησε στρατηγικά και πανέξυπνα (ενώ στην ουσία παρέμεινε πολύ κοντά κι επιδραστικά), ή αν όντως ο Μπεργκόλιο ενέπνευσε την αρχή μιας ιδιαίτερης εκτίμησης και φιλίας. Ολα αυτά μπορεί να είναι το αποκύημα της φαντασίωσης του ανθρώπου που θέλει να πιστέψει σε μία θεία ανωτερότητα. Ή το ταλέντο ενός έξυπνου σεναριογράφου που ξέρει να κατασκευάζει ένα ευκολόπιοτο βάλσαμο για το θεατή.
Δεν μας ενδιαφέρει καθόλου. Οταν η μουσική τελειώνει, επιστρέφουμε στην πραγματικότητα, αλλά όσο χορεύουμε ένα τάνγκο, είμαστε ερωτευμένοι με τον παρτενέρ μας.