Οι δύο συνεργάτες και φίλοι αποδέχονται την ανάθεση της εφημερίδας «The Observer»: θα περιηγηθούν στην Ιταλία (από τη Λιγουρία και την Τοσκάνη, μέχρι τη Ρώμη και το Κάπρι) και θα παρουσιάσουν την κριτική τους για 6 γεύματα σε αντίστοιχα εστιατόρια της χώρας. Εκείνοι προσθέτουν κι ένα νέο συστατικό στη συνταγή: αποφασίζουν να ιχνηλατίσουν τα βήματα των άγγλων ρομαντικών ποιητών Μπάιρον και Σέλεϊ στην Ιταλία, αναζητώντας τα μέρη που οι δύο ποιητές έζησαν και συζητώντας για το έργο τους. Ανάμεσα στις γαστρονομικές και πολιτιστικές περιηγήσεις, παρεμβάλλεται και η ίδια η ζωή: ο Ρομπ έχει κουραστεί από τις ευθύνες του ως σύζυγος και πατέρας ενός 4χρονου κοριτσιού και αναζητά λίγη περιπέτεια. Ο χωρισμένος Στιβ, αντιθέτως, τώρα επιστρέφει στην Ευρώπη από το Λος Αντζελες, και θέλει να δει τα έφηβα παιδιά του. Αυτό που παρακολουθούμε είναι ένα road trip δύο αντρών που συζητούν για τη ζωή, τη δουλειά, την οικογένεια, τον έρωτα, την τέχνη, το σινεμά, τον ανδρισμό, το θάνατο...
Το 2010, ο Μάικλ Γουιντερμπότομ είχε σκηνοθετήσει τους Βρετανούς κωμικούς Στιβ Κούγκαν και Ρομπ Μπράιντον στο «The Trip», ένα ταξίδι γεύσης στη Βόρεια Αγγλία. Πάλι με το πρόσχημα της γαστρονομικής ανάθεσης του Observer, τo concept ήθελε τους πρωταγωνιστές να παίζουν σχεδόν τους εαυτούς τους (ή βερσιόν των εαυτών τους) τρώγοντας σε εστιατόρια και εμπλέκοντας τις κωμικές τους περσόνες στη συζήτηση: ο κάθε διάλογος διανθιζόταν με μιμήσεις διάσημων κινηματογραφικών ηθοποιών (με αποκορύφωμα αυτή που και οι δύο κοντράρονται στο ποιος κάνει τον καλύτερο Μάικλ Κέιν). Η ιδέα ήταν φρέσκια, η εκτέλεση αυθόρμητη, βαθιά αυτοσχεδιαστική και απολαυστική. Η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία, εξελίχθηκε σε σειρά 6 επεισοδίων για το BBC και σήμερα έρχεται το sequel.
Aυτή τη φορά η δράση μεταφέρεται στην Ιταλία - με μαγευτικά τοπία, διαδρομές και ακόμα καλύτερο φαγητό. Οι κωμικοί παραγγέλνουν πιάτια όπως «polpo alla griglia» και «coniglio arrosto» (δεν έχουν στ' αλήθεια ιδέα για φαγητό κι αυτό το κάνει πιο αστείο), πίνουν (ή τουλάχιστον ένας από τους δύο) εξαιρετικά κρασιά, περιδιαβαίνουν γραφικούς πλακόστρωτους δρόμους, οδηγούν με το mini cooper τους ακούγοντας Αλάνις Μορισέτ ή Μάικλ Μπουμπλέ και... φλυαρούν. Για τα πάντα. Και για τίποτα.
Κομμάτια της συνταγής παραμένουν πολύ γευστικά κι επιτυχημένα. Είναι απόλαυση να παρακολουθείς άντρες φίλους να κοντράρονται για το οτιδήποτε: από το ποιος κάνει τον καλύτερο Ρόμπερτ Ντε Νίρο (γιατί το εύρημα των μιμήσεων φυσικά επιστρέφει), μέχρι ποιος θα ρίξει τη γυναίκα ή ποιος θα κερδίσει ένα ρόλο που θα προάγει την καριέρα του. Δεν υπάρχει στ' αλήθεια σοβαρός ανταγωνισμός, μόνο αυτός ο, αιώνια παιδικός, ανδρικός εγωισμός, που εκφράζεται με σαρκασμό που βγάζει δόντια, αλλά και με ένα χιούμορ που επιβάλλεται και διασώζει την ανδρική φιλία από κάθε κόντρα. Οι Κούγκαν και Μπράιντον χαβαλεδιάζουν, όμως αποκαλύπτουν μία συγκινητική μελαγχολία κάτω από την επιδερμίδα εκατοντάδων μιμήσεων: έχουν συνηθίσει να ξορκίζουν με γέλιο την ανασφάλεια, την μοναξιά, τα λάθη, την αβεβαιότητα της ζωής και του εαυτού τους.
Το μόνο κακό είναι ότι το όλο το εύρημα δεν είναι πια καινούργιο, ούτε εξελίσσεται σε κάτι που μπορεί να δικαιολογήσει στ' αλήθεια ένα sequel. Η ιδέα έχει χάσει την μοναδικότητά της, μοιάζει κατεψυγμένη, ξαναζεσταμένη και σερβιρισμένη τουριστικά με θέα τη Μεσόγειο. Σίγουρα οι δυο άντρες έχουν μία γοητευτική αύρα - αν τους συμπαθείς, θα διασκέδαζες ακόμα κι αν επί δύο ώρες διάβαζαν απλά τα μενού των ιταλικών εστιατορίων. Ομως οι επαναληπτικότητα των μιμήσεων μοιάζει πλέον κάπως προβλέψιμη και φορσέ, κι αυτό είναι ό,τι χειρότερο σε μία αυτοσχεδιαστική κωμωδία. Επίσης, αναρωτιόμαστε, όσοι από το κοινό δεν είναι τόσο σινεφίλ (ώστε να αναγνωρίζουν όλες τις φωνές κι όλες τις αναφορές), αν θα νιώθουν στο περιθώριο ενός δίωρου inside joke.