Βλέποντας τη νέα ταινία του Πανίκκου Χρυσάνθου, μια δεκαετία μετά το «Ακάμας», γίνεται προφανές ότι αυτό το φιλμ περίμενε πολύ για να γίνει. Η ιδέα του είναι ανθρωπιστική, οι συνεργάτες του εκτείνονται από τον Νίκο Καβουκίδη στη φωτογραφία, ως τον Κύρο Παπαβασιλείου στο μοντάζ: είναι η ταινία που θέλει να μεταφέρει το κυπριακό βίωμα, ανθρώπων που μεγάλωσαν δίπλα-δίπλα και ξεριζώθηκαν από τις ζωές τους βίαια.
Το φιλμ παρακολουθεί τον Κύπρο, Ελληνοκύπριο στρατιώτη στην πράσινη γραμμή της Λευκωσίας το 1977. Καθώς περνά την ώρα της σκοπιάς του, ο Κύπρος γνωρίζεται με τον απέναντι φαντάρο, τον Τουρκοκύπριο Μουράτ, που αποδεικνύεται ότι τώρα πια μένει στο σπίτι του Κύπρου. Εχοντας κι οι δυο αφήσει τις ζωές τους «πίσω» ημιτελείς, κάνουν συμφωνία να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον, να περάσουν κι οι δυο από μια φορά στα απαγορευμένα χωριά τους: ο Κύπρος από τον Νότο στον Βορρά κι ο Μουράτ το αντίστροφο. Μπορεί η απόφασή τους να προκαλεί καταστροφικές συνέπειες, ταυτόχρονα όμως τους προσφέρει και τη γαλήνη που κι οι δυο χρειάζονται.
Γυρισμένη μόνο σε εξωτερικούς χώρους, η ταινία τονίζει, βέβαια, την απανθρωπιά όλων των διαχωριστικών γραμμών (σε παραλληλισμό και με το Τείχος του Βερολίνου), αλλά και την ομοιότητα, στην ψυχή, τις παραστάσεις και την κοσμοθεωρία, των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, πριν την εισβολή.
Ωστόσο, το κάνει με τρόπο τόσο στρογγυλεμένο, τόσο παλιομοδίτικο σεναριακά και σκηνοθετικά, που δεν μπορείς να μη σκεφτείς ότι τέτοιες ιστορίες αξίζουν μια πιο σύγχρονη και δυνατή απόδοση στο σινεμά, ώστε να προκαλούν κάτι παραπάνω από ένα νοσταλγικό, γεμάτο κατανόηση και συμπάθεια, κούνημα του κεφαλιού.