Ο Λίο είναι ένας 55χρονος συγγραφέας χτυπημένος από πρόωρη άνοια. Η εκφύλιση του εγκεφάλου εχει οδηγήσει στη διάλυση της ζωής – και του ίδιου και της Μόλι, της 25χρονης κόρης του που τον φροντίζει. Ο Λίο δεν μπορεί να σκεφτεί συγκροτημένα, να αναγνωρίσει πρόσωπα και πράγματα, να αρθρώσει σωστό λόγο, να επικοινωνήσει τη διάθεση ή την ανάγκη του. Περνώντας μία μέρα μαζί τους (η Μόλι προσπαθεί απεγνωσμένα να τον πάει στα ραντεβού του με γιατρούς) μπαίνουμε στο μυαλό του και ζούμε, σε αποσπασματικά flash backs το παρελθόν του – τους ανθρώπους που αγάπησε και έχασε, τις επιλογές που έκανε ή δεν τόλμησε, τους δρόμους που πήρε κι αυτούς που άφησε πίσω, τις σημαντικές στιγμές του και τα μεγάλα του τίποτα. Ταυτόχρονα, και η Μόλι πρέπει να αποφασίσει πώς θα συνεχίσει τη ζωή της: θα παραμείνει δίπλα σ' έναν άνθρωπο που έχει εξαφανιστεί μέσα του ή θα τραβήξει το δικό της δρόμο.

Η Σάλι Πότερ («The Party», «Orlando») έχασε τον αδελφό της το 2013 από πρόωρη άνοια και από το 2010 τον φρόντιζε η ίδια. Η ταινία είναι εμπνευσμένη από αυτή την εμπειρία της και θέλει να είναι η κλειδαρότρυπα στο μυαλό ενός ασθενούς που χάνει το μυαλό του. Πώς συμπεριφέρεται κάποιος που έχει χάσει τη λογική, αλλά όχι απαραίτητα τη συναισθηματική λογική του; Πώς του συμπεριφέρονται και όλοι οι υπόλοιποι; Κι αν ένας σε μία οικογένεια νοσεί, πόσο νοσούν ταυτόχρονα και τα υπόλοιπα μέλη;

Ο Χαβιέ Μπαρδέμ (επιστρέφοντας σε έναν ρόλο που θυμίζει τη «Θάλασσα Μέσα μου» και το «Biutiful») είναι πάντα στιβαρός – ξέρει πώς να δανείσει την ένταση του εκφραστικού του προσώπου (όσο μεγαλώνει, τα σμιλευμένα του κόκκαλα, η περίοπτη μύτη, το ειλικρινές βλέμμα γίνονται ακόμα πιο έντονα και γοητευτικά) ακόμα και σε χαρακτήρες που δεν είναι καλογραμμένοι.

Οπως σε αυτή την περίπτωση. Η Πότερ πνίγεται στις σκόρπιες στιγμές των flash backs και σε όλες τις τραγωδίες της παρελθοντικής ζωής που έφεραν τον ήρωά της σε αυτό το παρόν. Χάνεται και μάς χάνει με πισωγυρίσματα με το χώρο και το χρόνο (λέγοντας πάρα πολλά χωρίς τελικά να λέει τίποτα), αυξάνει συνεχώς τη θερμοκρασία στο μελόδραμα.

Κι αυτό το τελευταίο είναι το πιο ασυγχώρητο. Γιατί όσο η Ελ Φάνινγκ (στο ρόλο της Μόλι) προσπαθεί να απαγορεύσει στους άλλους να λυπούνται τον πατέρα της, τόσο τον οικτίρει η σκηνοθέτης του. Η αρρώστια δεν χρειάζεται κοντινά για να προκαλέσει ενσυναίσθηση.