Δεκαετία του '60 στον αμερικάνικο νότο. Ενας φιλόδοξος δημοσιογράφος προσπαθεί, με τη βοήθεια του συνεργάτη του και του μικρού του αδελφού, ν’ αποδείξει την αθωότητα ενός μελλοθάνατου, ελπίζοντας ότι το θέμα θα του χαρίσει το βραβείο Πούλιτζερ. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν μια εκρηκτικά σέξι, ελαφρώς παρανοϊκή γυναίκα που διατηρεί ερωτική αλληλογραφία με τον κατάδικο, αποφασίζει να τους βοηθήσει, ώστε να παντρευτεί τον κατάδικο μόλις αφεθεί ελεύθερος.
Μπορείς να κατηγορήσεις το «Paperboy» για πολλά πράγματα, αλλά όχι για το ότι δεν είναι πολύ πιο εξωφρενικό απ' όσο θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς.
Ο Ζακ Εφρον περιφέρεται σχεδόν σε ολόκληρη την ταινία μόνο με το λευκό του σλιπάκι -σε μια σκηνή μάλιστα βρεγμένο. Η Νικόλ Κίντμαν σκίζει το καλσόν της, δείχνει το ροζ βρακάκι της και προσποιείται ότι κάνει σεξ στον φυλακισμένο αρραβωνιαστικό της στην διάρκεια του επισκεπτηρίου. Ο Μάθιου Μακόναχι καμακώνει μαύρους που τρίβουν τον καβάλο τους σε ένα μπαρ. Η Νικόλ Κίντμαν κατουράει στο στήθος του Ζακ Εφρον (ΟΚ, τον έχουν τσιμπήσει τσούχτρες). Ο Αμερικάνικος νότος το 1969, προφανώς δεν ήταν αυτό που νομίζατε.
Περισσότερο από american gothic, το φιλμ του Λι Ντάνιελς θα μπορούσε να περιγραφεί ως american grotesque, μια συλλογή από εξωφρενικές στιγμές, υπερβολικούς χαρακτήρες, camp αισθητική και σκηνοθεσία που δεν γνωρίζει τι σημαίνει αυτοσυγκράτηση ή μέτρο.
Οπως και στο «Precious», ο Λι Ντάνιελς μοιάζει να μην φοβάται (ή να αγνοεί) τον κίνδυνο του να καταλήξει γραφικός, κάνοντας ένα σινεμά που δεν ντρέπεται να υποδείξει, να υπογραμμίσει, να μεγεθύνει αυτά που θεωρεί ότι θα έπρεπε να νιώθει ο θεατής, που δεν ενδιαφέρεται στιγμή αν το μοντάζ φλερτάρει με το ξεδιάντροπα προφανές, αν το αποτέλεσμα μπορεί να καταλήξει κινηματογραφικά «χυδαίο».
Το ομώνυμο βιβλίο του Πιτ Ντέξτερ, αφηγείται την προσπάθεια δυο δημοσιογράφων να αποδείξουν την αθωότητα ενός άντρα που κατηγορείται για τον φόνο του τοπικού σερίφη σε μια μικρή πόλη της Φλόριντα. Κινητήρια δύναμη πίσω από τις προσπάθειές τους η Σαρλότ, μια γυναίκα πρόθυμη να κάνει σεξ με οποιονδήποτε τη βοηθήσει να πετύχει τους σκοπούς της και η οποία έχει ερωτευτεί και αρραβωνιαστεί τον καταδικασμένο δολοφόνο δια αλληλογραφίας.
Αυτό που ακολουθεί είναι μια δεν-θα-πιστεύετε-τα-μάτια-σας συρραφή από σκηνές, χαρακτήρες, ιδέες, στιγμιότυπα, υπαινιγμούς, που σπρώχνουν το «Paperboy» με φόρα στα χωράφια μιας απόλυτα cult αποτυχίας, μιας θριαμβευτικής bad movie we love.
Το αν θα σας αρέσει ή όχι έχει δίχως αμφιβολία να κάνει με το προσωπικό σας γούστο, αλλά αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο είναι ότι η ερμηνεία της Νικόλ Κίντμαν αλλά και των περισσότερων από τους ηθοποιούς του καστ είναι αληθινά θαρραλέες και εντυπωσιακές, με τον Τζον Κιούζακ μάλιστα, που υποδύεται τον δολοφόνο, να πλησιάζει την ερμηνευτική (κι εμφανισιακή) περιοχή του Νίκολας Κέιτζ. Με ότι αυτό συνεπάγεται.
Είναι ενδιαφέρον ότι το βιβλίο του Ντέξτερ, είχε κεντρίσει κάποτε το ενδιαφέρον του Πέδρο Αλμοδοβάρ, ο οποίος μάλιστα είχε γράψει την δική του εκδοχή του σεναρίου. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις το γιατί. Το δράμα, το σεξ, η βία, οι ανθρώπινες σχέσεις είναι όλες περασμένες στο φιλμ από έναν μεγεθυντικό φακό και στη συνέχεια από παραμορφωτικό καθρέφτη.
Μόνο που ο Αλμοδοβάρ έχει την ικανότητα να ανακαλύπτει την ανθρωπιά στο παράδοξο και το εξωφρενικό, αντίθετα από τον Λι Ντάνιελς που δυστυχώς μοιάζει να υπολείπεται σημαντικά σε χιούμορ, λεπτότητα και σαρκαστική διάθεση.
Και ταλέντο.
Διαβάστε και δείτε περισσότερα για το «The Paperboy» εδώ.