Μερακλής σκηνοθέτης και καλλιτέχνης του σινεμά, ο Ρόμπερτ Εγκερς (πρώτα της «Μάγισσας» με την Ανια Τέιλορ-Τζόι, που δεν βγήκε ποτέ στην Ελλάδα κι έπειτα του εξαιρετικού «Φάρου»), κάνει την πρώτη του mainstream ταινία, με μεγάλο budget, τρανταχτό καστ, μια εκπληκτική μάχη στην κόλαση, έναν πρωταγωνιστή σκέτη κόλαση, αλλά καμία έμπνευση στην πλοκή και το σενάριό του.
Εναυσμα ο θρύλος του Βορρά, ο Βίκινγκ που ενέπνευσε τον «Αμλετ» του Σέξπιρ, οπωσδήποτε χωρίς τις υπαρξιακές ανησυχίες του. Ο Αμλεθ της ταινίας είναι ένας έφηβος Βίκινγκ πρίγκιπας, ο οποίος θα δει τον αγαπημένο πατέρα του και βασιλιά να δολοφονείται από τον ίδιο του τον αδελφό, που νυμφεύεται με το ζόρι και τη μητέρα-χήρα-βασίλισσα. Ο μικρός Αμλεθ θα δώσει όρκο τριπλό: να εκδικηθεί για τον πατέρα του, να σώσει τη μητέρα του και να σκοτώσει τον θείο του τον δολοφόνο και, πράγματι, χωρίς ανατροπές, αυτά και θα προσπαθήσει να πετύχει όταν μεγαλώσει και μοιάσει στον Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ (στην πορεία θα ερωτευτεί και τη Σλάβα γητεύτρα Ολγκα).
Οπλισμένος με την ξεκάθαρη λατρεία του στην εικόνα, στην κινηματογραφική παράδοση, με τη χαρακτηριστική εικαστική του τόλμη, ο Εγκερς, μαζί με τον μόνιμο διευθυντή φωτογραφίας του, Τζάριν Μπλάσκι κι όλη την ομάδα του art direction, δημιουργούν ένα πειστικό, φλεγόμενο σύμπαν θρύλου, βίας, αίματος και σάρκας. Με εικονογράφηση βγαλμένη από τις μύχιες επιθυμίες ενός έφηβου χεβιμεταλά, η ταινία αναγεννά τη μυθολογία της σωματικής ισχύος, της κτηνώδους ανδρικής οργής και δύναμης, των Βαλκυριών, της εκδίκησης, απαραίτητης για την εξασφάλιση του περάσματος στη Βαλχάλα, τον πιο ευφάνταστο κόσμο των φιλοπόλεμων Βίκινγκς για τους οποίους η ζωή κι ο θάνατος είναι ένα συνεχές.
Μάλιστα, ο Εγκερς τιμά την παράδοση των ανθρώπων του Βορρά, επιλέγοντας εμβληματικούς τέτοιους και στο καστ του (εκτός από τον Ιθαν Χοκ στο ρόλο του πατέρα βασιλιά, που ερμηνεύει με κύρος και μια κάποια ζεστασιά, την έτσι κι αλλιώς όμοια με Βαλκυρία Νικόλ Κίντμαν ως βασίλισσα, την αιθέρια, κατάξανθη κι υπέροχα αλλόκοτη Ανια Τέιλορ-Τζόι), σαν τον Δανό Κλες Μπανγκ που κλέβει την παράσταση ως αδελφοκτόνος και σφετεριστής του θρόνου, την εμβληματική, έτσι κι αλλιώς, Ισλανδή Μπιορκ και τον Σουηδό Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ («πρίγκηπα» του γνωστού... οίκου Σουηδών ηθοποιών), στον πρωταγωνιστικό ρόλο του ενήλικου Αμλεθ.
Ο οποίος Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ μοιάζει γεννημένος για ακριβώς αυτό το ρόλο (εκτός από το βλέμμα του που, λίγο πολύ ό,τι κι αν συμβεί, από σφαγή μέχρι σεξ, παραμένει άδειο, μάλλον γιατί μιλούν καλύτερα τα χέρια του). Τεράστιος, λες υπερμεγέθης, ο Αλεξάντερ / Αμλεθ είναι το eye candy της χρονιάς, ένας αυθεντικός Βόρειος τον οποίο, άλλωστε, έτσι και γνωρίσαμε, ως βαμπίρ Ερικ Νόρθμαν στο τηλεοπτικό «True Blood».
Μοιάζουν, όμως, όλες αυτές οι συνεπείς κι εμπνευσμένες επιλογές κενές νοήματος: οι διάλογοι είναι υποτυπώδεις, αλλά κι ολόκληρο το σενάριο περιορίζεται στο προβλέψιμο του σκελετού μιας ιστορίας εκδίκησης και της εκπλήρωσης ενός όρκου που συναντιέται σε κάθε λαογραφικό παραμύθι κάθε, περίπου, κουλτούρας, τόσο σχηματικό και μη ανεπτυγμένο είναι. Σαν ο Εγκερς να έκανε με τις δυο πρώτες ταινίες του τη δημιουργική του τρέλα και τώρα ν’ αφέθηκε στη mainstream, σχεδόν υπερηρωική ταινία δράσης, γραμμένη για να ικανοποιήσει τις ελάχιστες απαιτήσεις του θεατή και το box office, ένα θεαματικότατο πισωγύρισμα για τον τόσο οξυδερκή δημιουργό του. Το «The Northman», λοιπόν, δεν θα μείνει στην ιστορία ως το νέο αντισυμβατικό πόνημα του σκηνοθέτη του. Θα μείνει, όμως, στην ιστορία ως το δίωρο που περάσαμε αναρωτώμενοι, το στέρνο του Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ είναι εφέ, προσθετική ή δώρο της φύσης; Και, πραγματικά, πόσο καλύτερα να περάσεις αυτή την εβδομάδα ένα κινηματογραφικό δίωρο;