Αν οι περισσότερες ταινίες με ζόμπι επικεντρώνονται στην ημέρα μηδέν όπου ο κόσμος φαίνεται να πλησιάζει (και να αγκαλιάζει τις περισσότερες φορές) το τέλος του, το «Βράδυ που Eφαγε τον Κόσμο» επικεντρώνεται κυρίως στην επόμενη μέρα, όταν το αίμα έχει πια στεγνώσει και αυτό που έχει απομείνει είναι η απόλυτη μοναξιά του επιζώντα.

Είναι μια ιδέα που σίγουρα δεν είναι απόλυτη πρωτότυπη, καθώς τόσο το «I am Legend» όσο και οι περισσότερες μετα-αποκαλυπτικές ταινίες, όπως τα πρόσφατα «The Road», «Ερχεται την Νύχτα» και – γιατί όχι – «Με τα Μάτια Κλειστά» (πέρα φυσικά από τα πολλά επεισόδια της εποποιίας των νεκρών του Τζορτζ Ρομέρο), έχουν ήδη εξερευνήσει αφηγηματικά τι συμβαίνει με τα απομεινάρια του πολιτισμού σε μία τέτοια περίπτωση, ειδικά όταν οι επιβεβλημένες ανάγκες επιβίωσης καταστρέφουν μια για πάντα κάθε έννοια του «κανονικού».

Η ταινία του Ντομινίκ Ροσέρ, όμως, κάνει ακόμα πιο μινιμαλιστικά τα πράγματα, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στον φαινομενικά μοναδικό επιζώντα μιας επέλασης ζόμπι, που πέρα από το Παρίσι, ενδέχεται να έχουν καταβροχθίσει και ολόκληρο τον κόσμο. Ο Σαμ του (ο οποίος φέρει την γνώριμη φιγούρα του Αντερς Ντάνιελσεν Λι από το «Οσλο, 31 Αυγούστου»), έπειτα από ένα άβολο πάρτι στο σπίτι της πρώην του όπου παρευρίσκεται για να πάρει μερικά από τα πράγματά του, απλά ξυπνά σε μια άδεια πόλη, όπου το «νεκρό» είναι το νέο κανονικό και ο ίδιος πια μια ανωμαλία της φύσης.

Σε αντίθεση με αφηγήσεις τύπου «28 Μέρες Μετά», ο Ροσέρ (ακολουθώντας το ομώνυμο βιβλίο του Πιτ Αγκαρμέν, τουλάχιστον στην αρχή) δεν επιχειρεί να δώσει κάποια εξήγηση για το φαινόμενο, ούτε και να προτείνει κάποια θεραπεία. Για τον Ροσέρ, αυτός είναι ο νέος κόσμος και μέσα σε αυτή πια την πραγματικότητα καλείται να ζήσει ο πρωταγωνιστής του. Η ταινία του, μέσα από μικρά επεισόδια που κυμαίνονται από το μελαγχολικό στο τρομακτικό και ξανά πίσω στο υπόγεια κωμικό δεν είναι ούτε ταινία τρόμου, ούτε καθαρά μια ταινία επιβίωσης παρά ουσιαστικά μια ταινία που εξερευνά τι σημαίνει άνθρωπος όταν πλέον δεν έχει μείνει κανείς άλλος για να το αντικρούσει.

Και υπάρχουν όντως στιγμές που ο Ροσέρ καταφέρνει να κερδίσει τις εντυπώσεις, όπως όταν βάζει τον Σαμ του να πειραματίζεται με την μουσική εντός των κενών σπιτιών ή όταν απρόσμενα τον μετατρέπει σε ροκ σταρ με τα ζόμπι να αποτελούν ακούσια τους μαινόμενους θεατές μιας αντισυμβατικής συναυλίας. Οι επιτυχίες του Ροσέρ βρίσκονται στις μικρές στιγμές και όχι σε κάποια τρανταχτή σεναριακή ανατροπή, γεγονός που όχι μόνο προδίδει την λογοτεχνική προσέγγιση της ιστορίας (το βιβλίο αποτελεί εξάλλου πολύ πιο ταιριαστό μέσα για μια ιστορία τέτοιας εσωτερικότητας) αλλά και τις προθέσεις του δημιουργού να δημιουργήσει κάτι που, όσο κι αν βασίζεται στον τρόμο που δημιουργεί η παρουσία των ζόμπι, κυρίως αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο.

Το κακό είναι απλά ότι το αρχικό υλικό δεν είναι αρκετό για να γεμίσει μια ταινία μεγάλου μήκους, με αποτέλεσμα το ενδιάμεσο κομμάτι της αφήγησης να προκύπτει ανεμικό και χωρίς ουσιαστικό προσανατολισμό. Η παρουσία του Ντενίς Λαβάν στην ταινία (σε ένα ρόλο που – εντελώς αναμενόμενα – επενδύει στην de facto σωματικότητα κάθε ερμηνείας του ηθοποιού) όσο κι αν προκαλεί αρχικά το χαμόγελο δεν καταφέρνει να απογειώσει πραγματικά το τελικό αποτέλεσμα ενώ ο ρόλος της Γκολσιφτέ Φαραχανί προσθέτει απλά φτηνά σοκ σε μια αφήγηση που, στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ, δείχνει να τα αποφεύγει με επιμονή.

Αν κάποιος ωστόσο εστιάσει στην καρδιά της αφήγησης, θα ανακαλύψει ένα φιλμ που είναι πολύ πιο προσωπικό και εσωτερικό από όσο περιμένει αρχικά αλλά και που ταυτόχρονα δεν έχει την δύναμη ούτε να σταματήσει εκεί που πρέπει αλλά ούτε και να παραμείνει συνεπές στις επιλογές του μέχρι το τέλος. Και αυτό είναι κάτι που τελικά αφήνει το «Βράδυ που Eφαγε τον Κόσμο» μετέωρο ανάμεσα σε ένα κοινό που περιμένει μια παραδοσιακή ταινία τρόμου και εκείνη τη μερίδα των θεατών που αποζητά κάτι πιο ανθρωποκεντρικό μέσα στο αναμενόμενο μακελειό, χωρίς να μπορεί ουσιαστικά να ικανοποιήσει πλήρως καμία από τις δύο πλευρές.