Εχοντας δοκιμάσει πρώτα τα δόντια του στο ανεξάρτητο και χαμηλού προϋπολογισμού δράμα «Krisha», ο Τρέι Εντουαρντ Σουλτς είδε τη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα να πλασάρεται ως η πιο πρόσφατη προσθήκη-αποκάλυψη σε μια σειρά αξιοσημείωτων και ιδιοσυγκρασιακών ταινιών τρόμου που είδαν το φως της σκοτεινής αίθουσας τα τελευταία χρόνια – μόνο και μόνο για να πάρει γρήγορα πίσω τις υποσχέσεις της.
Μην ξεγελιέστε από τον δυσοίωνο τίτλο, τα αγωνιώδη τρέιλερ και το οικείο σκηνικό ενός απομονωμένου σπιτιού στο δάσος, όπου ένα ζευγάρι και ο έφηβος γιος τους οχυρώνονται από μια απροσδιόριστη απειλή. Το «Ερχεται τη Νύχτα» δεν είναι, δυστυχώς, ούτε το νέο «Σε Ακολουθεί», ούτε το φετινό «The Witch».
Φορώντας τον μανδύα ενός μετα-αποκαλυπτικού θρίλερ επιβίωσης, το φιλμ αφήνει οποιαδήποτε επαφή με τον έξω κόσμο για να αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στις απεγνωσμένες προσπάθειες μιας οικογένειας να προστατευθεί από μια μυστηριώδη, θανάσιμη επιδημία, τις εκφυλιστικές επιπτώσεις της οποίας βλέπουμε στην πρώτη σκηνή πάνω σε έναν ηλικιωμένο άνδρα που η οικογένεια αναγκάζεται να σκοτώσει και να κάψει. Μια σκηνή που γίνεται ακόμα πιο τραγική όταν αποκαλύπτεται ότι πρόκειται για συγγενή τους.
Κρυμμένοι πίσω από μια απαραβίαστη κόκκινη πόρτα και μια σειρά αυστηρών κανόνων πρόληψης και υγιεινής, τα μέλη της οικογένειας μοιάζουν ξανά ασφαλή μέχρι που ένας άγνωστος άνδρας εισβάλλει στο σπίτι τους και την απατηλά προστατευμένη καθημερινότητά τους, ζητώντας βοήθεια για τη γυναίκα και το μικρό παιδί του. Σύντομα, οι δύο οικογένειες θα βρεθούν να συμβιώνουν κάτω από την ίδια στέγη, με την ελπίδα να ενώσουν τις δυνάμεις τους απέναντι σε μια ενδεχόμενη νέα απειλή που… θα έρθει τη νύχτα.
Το «Ερχεται τη Νύχτα» αντλεί το όποιο σασπένς του ακριβώς από αυτή την διαρκή αίσθηση κινδύνου για μια ανεξακρίβωτη πηγή κακού που παραμένει αινιγματική τόσο για τους χαρακτήρες της ταινίας όσο και για το κοινό της. Μόνο που η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, οι αμήχανες εντάσεις και τα αλλεπάλληλα βλέμματα καχυποψίας που τόσο πειστικά σερβίρουν η μινιμαλιστική σκηνοθεσία και οι ρεαλιστικές ερμηνείες δεν αρκούν για να συντηρήσουν το ενδιαφέρον για κάτι που σταδιακά αποκαλύπτεται ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια καλοφτιαγμένη αλλά ολότελα κενή άσκηση ύφους. Ειδικά όταν όλη αυτή η αναμονή καταλήγει σε μια τετριμμένη παραβολή για τα άκρα όπου μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, όταν ο πολιτισμός μοιάζει να έχει καταρρεύσει, προκειμένου να επιβιώσει και να προστατεύσει εκείνους που αγαπά.