«Οι Νέοι Μεταλλαγμένοι» είναι ένα αυθεντικό θρίλερ τρόμου τοποθετημένο σε ένα απομονωμένο νοσοκομείο, όπου μια ομάδα από νεαρούς μεταλλαγμένους κρατείται για ψυχιατρική παρακολούθηση. Οταν αρχίζουν να συμβαίνουν παράξενα περιστατικά, τότε οι νέες τους ικανότητες αλλά και η φιλία τους θα δοκιμαστούν, καθώς αγωνίζονται για να επιβιώσουν.

Αν κάποιος μπορεί να χαρακτηρίσει, έστω και ως αστείο, μια ταινία ως «καταραμένη», κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να είναι πιο ακριβές παρά γι' αυτήν εδώ την ταινία. Γυρισμένη το 2017 και προγραμματισμένη, αρχικά, να βγει στους κινηματογράφους το 2018, βρέθηκε στο κέντρο ενός κυκεώνα αναβολών, οι οποίες είχαν να κάνουν με νέα γυρίσματα σκηνών, με την εξαγορά του στούντιο της Fox από την Disney, αλλά και φυσικά την πανδημία του Covid-19. Μετά από όλα αυτά μπορεί να ακούγεται ως θαύμα ότι κατάφερε να βρει το δρόμο της προς στις αίθουσες, αλλά απ' ό,τι φαίνεται η ταινία που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του franchise των «X-Men» συναγωνίζεται την απογοήτευση του «X-Men: Dark Phoenix» ή του παλιότερου «The Last Stand».

O Τζος Μπουν, ο σκηνοθέτης της εισπρακτικής (και μόνο) επιτυχίας «Το Λάθος Αστέρι», προσπαθεί να μιμηθεί την επιτυχία του «Logan», διαχωρίζοντας τελείως, αισθητικά τουλάχιστον, την ταινία του από τις προηγούμενες ταινίες των «X-Men», χωρίς όμως να αποδεσμεύεται πλήρως από το κινηματογραφικό σύμπαν των αγαπημένων μεταλλαγμένων της Marvel. Διαχρονικά, οι ιστορίες των «X-Men» αποτελούσαν μια παραβολή για τη διαφορετικότητα αλλά και, πολλές φορές, ένα σχόλιο πάνω στο ξύπνημα της σεξουαλικότητας, στην ομοφυλοφιλία και το queerness. Και εδώ ο Μπουν, με ένα σενάριο το οποίο συνυπογράφει με τον Νέιτ Λι, θεμελιώνει την ιστορία του πάνω ακριβώς σε αυτό, τοποθετώντας τους νεαρούς μεταλλαγμένους του μέσα σε μια κλινική η οποία μοιάζει τρομαχτικά με εκείνες της «θεραπείας» από την ομοφυλοφιλία.

Και ίσως αυτό να ακούγεται ενδιαφέρον ως ιδέα, εάν αναλογιστούμε πως ο Μπουν σκηνοθετεί τους «Νέους Μεταλλαγμένους» ως μια ταινία τρόμου, χρησιμοποιώντας σκοτεινή χρωματική παλέτα για να χτίσει ατμόσφαιρά. Αλλά καθώς η ιστορία παίρνει μια πιο… «μοχθηρή» τροπή, το σενάριο αρχίζει να δείχνει τις ατέλειές του. Παραμένει ως το τέλος ρηχό, μην έχοντας την τόλμη να σκάψει λίγο παραπάνω από την επιφάνεια των κλισέ αναφορών του και να μπει ίσως πιο βαθιά στον ψυχισμό των ηρώων του, οι οποίοι ποτέ δεν καταφέρνουν να γίνουν κάτι παραπάνω από χάρτινοι χαρακτήρες με, απλώς, υπερφυσικές δυνάμεις. Αντ’ αυτού η «δράση» αναλώνεται στα ειδικά εφέ και στα αρκετά προβλέψιμα jump scares, εγκαταλείποντας τον όποιον ψυχολογικό τρόμο με τον οποίο φαίνεται πως έπαιζε στην αρχή, κάνοντας την ταινία να ψάχνει διαρκώς- και μάταια, ίσως - να βρει τη δική της ταυτότητα, χωρίς να ξέρει εάν θέλει να είναι υπερηρωική (οι σκηνές δράσεις ποτέ δεν καταφέρνουν να εντυπωσιάσουν και να διασκεδάσουν όπως σε άλλες αντίστοιχες), ή μια ρομαντική ταινία ενηλικίωσης ή, έστω, απλώς μια ταινία τρόμου.

Το μόνο αξιοπρόσεκτο στοιχείο των νέων αυτών μεταλλαγμένων είναι το εμπνευσμένο κάστινγκ και η αρκετά καλή χημεία μεταξύ κάποιων πρωταγωνιστών, όπως η επιλογή της Ανια Τέιλορ-Τζόι, η οποία φαίνεται να διασκεδάζει στο ρόλο της Ρωσίδας ατίθασης μεταλλαγμένης, αλλά και το ρομαντικό γκέι ειδύλλιο μεταξύ της Ντανιέλ και της Ρέιν, το οποίο αποτελεί ίσως πρώτο για μια τέτοιου είδους ταινία και καταφέρνει να λάμψει μακριά από ανόητους ευφημισμούς και φιλιά των δυο δευτερολέπτων (βλ. «Skywalker Η Ανοδος»).

Οι «Νέοι Μεταλλαγμένοι» μοιάζουν σαν ένα χαμένο στοίχημα. Θα μπορούσε να ήταν ένα ενδιαφέρον origin story που, μαζί με το «Logan», θα μπορούσαν να δημιουργήσουν το δικό τους μοναδικό κινηματογραφικό σύμπαν μακριά από τις blockbuster και ενίοτε εκκωφαντικές περιπέτειες των υπόλοιπων «X-Men» που έδειχναν να χάνουν οριστικά το δρόμο τους τα τελευταία χρόνια. Μόνο που δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν θα το μάθουμε ποτέ.