Ο αστυνομικός επιθεωρητής Καρλ Μερκ επιστρέφει στην ενεργό δράση μετά από μια τραυματική εμπειρία που τον έχει στιγματίσει με περισσότερους τρόπους απ’ όσο μπορεί να φανταστεί ο ίδιος ή ο ψυχαναλυτής του. Πέφτοντας με τα μούτρα στη δουλειά, βρίσκεται μπροστά σε νέες αποκαλύψεις για μια παλιότερη υπόθεση ενός ισχυρού οικογενειάρχη που εξαφανίστηκε μετά την κατηγορία ότι εμπλέκεται σε δίκτυο παιδικής πορνογραφίας και παιδεραστίας. Η νέα αποκάλυψη είναι ένα αγόρι Ρομά που συλλαμβάνεται στα σύνορα και έχει επάνω του ένα φύλλο από το διαβατήριο του εξαφανισμένου - τώρα νεκρού; - άντρα.
Ο,τι ακολουθεί είναι ένα κουβάρι αποκαλύψεων και ανατροπών που θα ανοίξουν ακόμη περισσότερο την εικόνα μιας συγκάλυψης που θα αγγίξει μέχρι και δημόσιους λειτουργούς, αλλά και ένα δίκτυο συνενοχής (μέσα και έξω από την αστυνομία, μέσα και έξω από τη δικαιοσύνη). Σε παράλληλη «δράση», ο Καρλ Μερκ προσπαθεί να νικήσει τους δικούς του δαίμονες ενώ ο μικρός Ρομά (με το όνομα Μάρκο που δίνει και τον αυθεντικό τίτλο στην ταινία «The Marco Effect»), αρνούμενος να μιλήσει για να αποκαλύψει την αλήθεια, βρίσκεται χαμένος μέσα σε μια αφιλόξενη, εχθρική κοινωνία.
Αυτοί είναι οι τρεις (ισχυροί στην βάση, ισχνοί στην ανάπτυξη τους) πόλοι γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η «Συγκάλυψη», μια κλασικού τύπου γλαφυρή χαρτογράφηση της σύγχρονης κοινωνικής κατάστασης στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, εδώ σε εκδοχή σκανδιναβικού αστυνομικού θρίλερ που παρά την προσπάθεια να προσπεράσει τα κλισέ, πατάει πάνω τους με «τηλεοπτική» μεθοδικότητα και τελικά χωρίς κάποια ιδιαίτερη έμπνευση.
Η απλή περιέργεια για τη λύση του μυστηρίου δεν γίνεται ποτέ μια συναρπαστική θεώρηση ενός σύγχρονου «άδικου» κόσμου, ενώ ταυτόχρονα με την μάλλον ασθενική ενορχήστρωση της έρευνας, εξασθενεί σταδιακά και η αρχικά στιβαρή αργή κινηματογράφηση που αγγίζει την… ανία, όσο κι αν οι ελάχιστες εξωτερικές σκηνές προσπαθούν να δώσουν ρυθμό και ένταση στο δράμα.
Πέμπτη περιπέτεια του Καρλ Μερκ που μεταφέρεται στο σινεμά, η «Συγκάλυψη» ευτυχεί να έχει για πρωταγωνιστή τον Ούλριχ Τόμσεν (για πρώτη φορά στον πρωταγωνιστικό ρόλο μετά από τέσσερις εμφανίσεις του Νικολάι Λι Κας στον ίδιο ρόλο), αλλά ακόμη κι αυτός - με παράδοξη σκηνοθετική εντολή να είναι περισσότερο αντιπαθητικός απ’ ότι καλός ηθοποιός - δεν καταφέρνει να δώσει κύρος σε μια ιστορία και μια ταινία που ενώ αγγίζει «δύσκολα» θέματα που άπτονται της εποχής μας, μοιάζει μάλλον με κάτι που θα διάβαζες με σχετική αγωνία για ένα δίωρο αλλά που δεν σε παρασέρνει με τον ίδιο τρόπο στο σινεμά.