Στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ συναντάμε τον έφηβο Τόνι, πολλά χρόνια πριν γίνει ο Τόνι Σοπράνο, αφεντικό της μαφίας και εκπληκτικά αντικρουόμενη προσωπικότητα στην εμβληματική κι αξεπέραστη σειρά του HBO, «The Sopranos». Η χρονιά είναι το 1967 κι η περιοχή βράζει από την οργή της μαύρης κοινότητας, έτοιμης να εξεγερθεί. Σε αφήγηση του ανιψιού Κρίστοφερ, εκείνου που γνωρίζουμε (αλλά μας το λέει και μόνος του), ότι, στην πορεία, βρήκε το θάνατο από τα ίδια τα χέρια του Τόνι, παρακολουθούμε πώς ο νεαρός διχάζεται ανάμεσα στην απουσία του πατέρα του, τη λάμψη του θείου του, Ντίκι Μολτισάντι, το αντιρατσιστικό κίνημα και την κυριαρχική μητέρα του, ώστε να σχηματίσει τον πολύπλοκο χαρακτήρα του που, όχι, δεν συστήνεται στην ταινία, έστω κι αν τον υποδύεται ο Μάικλ Γκαντολφίνι, γιος του αξέχαστου Τζέιμς.

Εκμεταλλευόμενοι την πολύχρονη επιθυμία επανασύνδεσης με το σύμπαν των «Sopranos», το HBO και ο Αλαν Τέιλορ, με την υπογραφή του σε επεισόδια κάποιων από τις διασημότερες σειρές της τελευταίας 20ετίας, από τους «Sopranos» και το «Rome» ως το «Game of Thrones» και το «Mad Men», φτιάχνουν μια ταινία ισχνή σκιά του πρωτότυπου. Η ατμόσφαιρα της εποχής, η γειτονιά, τα ρούχα, τα σπίτια, η γλώσσα, αντηχούν πιστά το Νιου Τζέρσεϊ του '60. Το ανθολόγιο ηρώων και σχέσεων της σειράς βρίσκεται εδώ: ο θείος Τζούνιορ κι ο ανταγωνισμός του με τον μπαμπά του Τόνι, η σαλουμερία Σατριάλε, εστία υπέροχων αλλαντικών αλλά και μοιραίων ραντεβού, ο Πόλι κι ο Πούσι, τα σφολιατέλι.

Το σενάριο κι η χαρακτηρογραφία, ωστόσο, είναι απόλυτα προσχηματικά, φέροντας επιπλέον το άχρηστο βάρος μιας on the side ερωτικής περιπέτειας του θείου Ντίκι για την οποία δεν νοιάζεται κανείς. Από το φιλμ λείπουν τα βασικά συστατικά που έκαναν τους «Sopranos» εθιστικούς, ο κυνισμός, η μελαγχολία, το χιούμορ, η ανατρεπτικότητα. Ακόμα κι έτσι, οι «Αγιοι της Μαφίας» (ο πρωτότυπος τίτλος, «The Many Saints of Newark», παίζει με τη μετάφραση του επωνύμου του Ντίκι, Moltisanti), θα μπορούσαν να είναι μια, χωρίς αναφορές, ατμοσφαιρική ρετρό γκανγκστερική ταινία, αλλά παραμένει ως το τέλος της τόσο αδιάφορη κι επιδερμική, που το μόνο που αφήνει πίσω είναι μια αναπαραγωγή της τυπολογίας της «οικογένειας» του εγκλήματος και μια ακόρεστη όρεξη να ξαναδεί κανείς τους «Sopranos» για να νιώσει κάτι.