Λένε πως, λίγο ή πολύ, κάθε γονιός αναπόφευκτα επιφορτίζει τα παιδιά του με το βάρος των δικών του απωθημένων. Ανικανοποίητες επιθυμίες και ανεκπλήρωτα όνειρα που ελπίζει πως θα γίνουν πραγματικότητα μέσα από την πορεία εκείνων στους οποίους δίνει τώρα τα εφόδια για να ξεκινήσουν τη δική τους ζωή – συχνά παραβλέποντας τις δικές τους προσωπικές φιλοδοξίες.

Αυτό ακριβώς κάνει, μολονότι όχι στα δικά της παιδιά, η ηρωίδα της ταινίας της Σάρα Κολαντζέλο («Little Accidents»), η οποία αποτελεί ριμέικ του «The Kindergarten Teacher» (2014) του Ισραηλινού Ναντάβ Λαπίντ. Η Λίσα είναι μια σαραντάχρονη Νεοϋορκέζα νηπιαγωγός που ζει στο Στέιτεν Αϊλαντ και βρίσκει διέξοδο από τη δίχως εκπλήξεις οικογενειακή της ζωή στην αγάπη της για τις τέχνες, και πιο συγκεκριμένα για την ποίηση. Για χάρη της θα ξεκινήσει μαθήματα συγγραφής, μονάχα για να έρθει αντιμέτωπη με την αποκάλυψη ότι η ίδια δεν διαθέτει πραγματικό ταλέντο, κάτι που θα τη βυθίσει ακόμα περισσότερο σε υπαρξιακή απόγνωση. Με τα έφηβα παιδιά της να έχουν πλέον πάρει τον δικό τους δρόμο, η Λίσα θα ανακαλύψει τον δικό της από μηχανής θεό στο πρόσωπο ενός από τους λιλιπούτειους μαθητές της, του πεντάχρονου Τζίμι, ο οποίος σκαρφίζεται σχεδόν ως δια μαγείας μικρά ποιητικά κομψοτεχνήματα. Η Λίσα θα παρουσιάσει τα ποιήματά του ως δικά της στην τάξη της και παράλληλα θα θέσει στόχο ζωής να τον βοηθήσει να καλλιεργήσει το έμφυτο ταλέντο του, αγνοώντας τον επικίνδυνο δρόμο που σταδιακά παίρνει η εμμονή της.

Η Κολαντζέλο (η οποία υπογράφει και το σενάριο της ταινίας, πιστό στο πρωτότυπο αλλά μεταφέροντας πειστικά τη δράση σε αμερικανικό έδαφος) μας κάνει αμέσως συνεργούς αυτής της καταστροφικής πορείας που φαινομενικά μοιάζει στρωμένη με καλές προθέσεις: Αν οι πράξεις της Λίσα προδίδουν αρχικά μια υποδειγματική εκπαιδευτικό με σωστά ένστικτα, σύντομα οι προσωπικές της ματαιώσεις τη μετατρέπουν από μέντορα σε πνευματικό βαμπίρ ικανό να αποστραγγίξει τον προστατευόμενό της από την αθωότητα και την παιδικότητά του προκειμένου να αποκτήσει την αναγνώριση που η ίδια πιστεύει ότι της αξίζει και την οποία είχε στερηθεί μέχρι τώρα.

Η μεθοδικότητα είναι η λέξη κλειδί στον τρόπο με τον οποίο η ταινία απεικονίζει την τροπή που παίρνουν οι εμμονές της ηρωίδας της, καταγράφοντας εξονυχιστικά και με αδιόρατη αλλά επίμονη ανησυχία την συμβατική καθημερινότητά της και τις ολοένα και πιο παράλογες –για να μην πούμε δεοντολογικά αμφιλεγόμενες– πράξεις της. Ισορροπώντας δεξιοτεχνικά στο λεπτό όριο που χωρίζει την εύθραυστη ευαισθησία από την καθαρή ψυχοπάθεια, η Μάγκι Τζίλενχαλ κάνει το πορτρέτο της Λίσα να λειτουργεί ακόμα κι όταν ο χαρακτήρας της πέφτει θύμα της προσπάθειας των δημιουργών να επικοινωνήσουν με υπερβολικό ζήλο και συμβολικούς όρους τις δικές τους ανησυχίες τους για έναν κόσμο όπου η τέχνη και οι αυθεντικοί εκφραστές της δεν γίνονται δεκτοί με τη σοβαρότητα και την προσοχή που τους αναλογούν.

Είναι σχεδόν ειρωνικό ότι η ταινία αποκτά το απαραίτητο βάρος χάρη στην ερμηνεία μιας σπουδαίας ηθοποιού η οποία παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητη σε ρόλους συχνά ανάξιων του ταλέντου της. Ομως ακόμα κι όταν η «Νηπιαγωγός» βαδίζει σε επικίνδυνα μονοπάτια (υπάρχουν σκηνές όπου η εμμονή της Λίσα παίρνει διαστάσεις σχεδόν ερωτικές) και εν τέλει επιλέγει τη νοσηρότητα έναντι της διακριτικής σάτιρας που δυνητικά θα μπορούσε να εμπνεύσει η ακρότητα των καταστάσεων, η Τζίλενχαλ κατορθώνει να μεταδώσει υπόκωφα την εσωτερική συναισθηματική τρικυμία που μονάχα υπαινίσσεται το συγκρατημένο παρουσιαστικό της και να κρατήσει τον θεατή στο πλευρό της, σχεδόν δικαιολογώντας με τον τρόπο της, ή έστω κάνοντας κατανοητή την απονενοημένη συμπεριφορά της.

Είναι κρίμα που η ταινία δεν επιδεικνύει ανάλογη επιμέλεια στη σκιαγράφηση των περιφερειακών χαρακτήρων που είναι μάλλον δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι δεν αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει ώσπου είναι πλέον πολύ αργά, ωστόσο τόσο η Τζίλενχαλ όσο και το σαρδόνιο φινάλε κατορθώνουν να μετατρέψουν τη «Νηπιαγωγό» σε ένα ιδιόμορφο ψυχολογικό θρίλερ που αν μη τι άλλο παίρνει την τέχνη στα σοβαρά.