Mε ένα μακρόσυρτο, υγρό μονοπλάνο η κάμερα μπαίνει στο κτίριο, εξετάζοντας τοίχο-τοίχο, δωμάτιο με δωμάτιο, διάδρομο με διάδρομο, τους χώρους. Ενα είναι σίγουρο: δεν βρισκόμαστε στο Copa. Κανείς δεν έχει βγάλει σε πρώτο ραντεβού το κορίτσι του, επιδεικνύοντας της με ναρκισιστική αλαζονεία την εξουσία και τα νιάτα του. Το νοσταλγικό «In the Still of the Night» των Five Satins ακούγεται σε μια διαπασών μελαγχολία κι όσους συναντάει ο φακός στην ελικοειδή εισβολή του είναι γιατροί, νοσοκόμες και ηλικιωμένοι. Παρατημένοι άνθρωποι που κάθονται σε ιδρυματικά επιπλωμένους χώρους, διαβάζουν εφημερίδα, παίζουν χαρτιά, κοιτάνε με απλανές βλέμμα. Η κάμερα σταματά στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο του Φρανκ. Σκυφτός πάνω στο μπαστούνι του, μας κοιτάζει κατάματα κι αναπολογητικά. Και ξεκινά την ιστορία του.
Ο Φρανκ Σίραν ξεκίνησε να δουλεύει ως φορτηγατζής, αμέσως μόλις επέστρεψε από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Από μία συγκυρία, γνώρισε τον Ράσελ Μπαφαλίνο, ένα καλά δικτυωμένο Αφεντικό της μαφίας της Φιλαδέλφειας κι έγινε το πρωτοπαλίκαρο κι ο εκτελεστής του – γνωστός κι ως «ο Ιρλανδός», λόγω της καταγωγής του. Οι διασυνδέσεις του Μπαφαλίνο τον οδήγησαν μέχρι τον ισχυρό συνδικαλιστή Τζίμι Χόφα, ο οποίος διαβόητα συνέδεσε το οργανωμένο εργατικό κίνημα με το οργανωμένο έγκλημα. Ο Φρανκ ήταν το δεξί χέρι και προσωπικός φίλος του Χόφα για πάνω από 15 χρόνια κι ο άνθρωπος κλειδί για να αποκαλύψει το μεγάλο μυστήριο της εξαφάνισής του. Οπως επίσης μπορεί να μάς κλείσει το μάτι για το ποιος πραγματικά πάτησε τη σκανδάλη στη δολοφονία του JFK. Εχουμε έρθει μπροστά σε αυτόν τον γέροντα γιατί μπορεί να μας βάλει από την πίσω πόρτα (μέσα από την «κουζίνα») στον κόσμο της μαφίας τον οποίο υπηρέτησε πιστά για 40 χρόνια. Ενα παρακρατικό ισχυρό σύστημα πίσω από το σύστημα - τόσο αδίστακτο και κυνικό, που παραμένει ανίκητο.
Ο Μάρτιν Σκορσέζε επιστρέφει σε αυτό που γνωρίζει τόσο καλά – το σκοτεινό, επικίνδυνο κι ανατριχιαστικά γοητευτικό σύμπαν του γκανγκστερικού είδους. Ομως από το πρώτο αυτό μονοπλάνο δηλώνει τις προθέσεις του. Το πάρτι τελείωσε κι ο λογαριασμός ήρθε στο τραπέζι των Καλών Παιδιών.
Πατώντας πάνω στο βιβλίο του Τσαρλς Μπραντ («I Heard You Paint Houses» - ευφημισμός για τους εκτελεστές της μαφίας, καθώς το αίμα των θυμάτων τους έβαφε τους τοίχους) και στην κινηματογραφική μεταφορά του από τον Στιβ Ζέλιαν, ο Σκορσέζε, στα 77 του χρόνια, θέλει να μάς πει διαφορετικά την ιστορία των κακόφημων δρόμων της καριέρας του. Ναι, αυτό που παραδίδει είναι ένα αριστουργηματικό απόσταγμα του ένδοξου oeuvre του - ένα σύνθετο μαφιόζικο έπος συνωμοσιών, σκοτεινών δυνάμεων και πολιτικής διαφθοράς. Μία αμαρτωλή αφήγηση προσωπικής φιλοδοξίας, απληστίας, και απαράμιλλης βίας. Ταυτόχρονα όμως, η ωριμότητα και το καταστάλλαγμα των χρόνων του δημιουργού το μετατρέπει σε κάτι πιο θλιμμένο και σοφό. Μία ελεγειακή παραβολή της ανθρώπινης θνησιμότητας. Μία εξομολόγηση ενοχών, μία τελευταία ανάσα σπαραχτικής μεταμέλειας, μοναξιάς και ματαιότητας. Την πιο σκοτεινή καρδιά δεν την έχει η μαφία, ο καπιταλισμός, η εξουσία. Αλλά ο χρόνος.
Στυλιστικά, όλα τα στοιχεία που έχουν ορίσει το σκορσεζικό ύφος είναι εδώ. Η αριστοτεχνική, φιδίσια κίνηση της κάμερας που θα σε ξεγελάσει και θα σε παρασύρει υπνωτισμένο σε ξαφνικά, οργισμένα ξεσπάσματα βίας. Οι μελετημένοι όγκοι των χώρων, οι δεσποτικές φιγούρες των χαρακτήρων στα πλάνα, το γεμάτο ενέργεια μοντάζ. Το στιβαρό voice over του ήρωα, οι απολαυστικές αναφορές στην ποπ κουλτούρα, η vintage αισθητική, το πορωτικό σάουντρακ. Τα φριζαρίσματα της εικόνας στα μαφιόζικα πρόσωπα και τα παιχνιδιάρικα τιτλάκια που μαρτυρούν πώς και πότε ακριβώς στο μέλλον θα φάνε τη σφαίρα που θα τερματίσει την αλαζονεία και τη ζωή τους. Αυτό το δαιμόνιο, κατάμαυρο, σκορσεζικό χιούμορ που εναλλάσσεται με τη σκληρότητα της βίαιης αφήγησης.
Εδώ όμως, περισσότερο από όλες τις άλλες φορές, ο Σκορσέζε ενδιαφέρεται για τους (αντι)ήρωές του. Μπαίνει στην καρδιά των πραγματικών γεγονότων με λεπτομέρεια αλλά και ποιητική αδεία (άλλωστε και η αποκαλυπτική αφήγηση του Σίραν στο βιβλίο του Μπραντ έχει αμφισβητηθεί για το αν είναι βάσιμη ή το παραλλήρημα ενός γέροντα), όμως δεν στέκεται στην αλήθεια της ειδησιογραφίας, όσο στην κινηματογραφική αλήθεια. Αυτή που μπορεί να διαβαστεί ως μία παραβολή για την ανθρώπινη φύση και να αφορά κι εμάς – τον κάθε ένα προσωπικά- και τις μικρές ζωές μας που δε θα απασχολούσαν ποτέ την μεγάλη οθόνη.
Ολοι θα πεθάνουμε – πλούσιοι και φτωχοί, επιτυχημένοι κι αποτυχημένοι, άσημοι και διάσημοι, αμαρτωλοί κι αθώοι. Ο Φρανκ επέζησε της βαρβαρότητας της δουλειάς του. Πιστός, ξηγημένος κι έξυπνος κέρδιζε τις ισορροπίες στα στημένα παιχνίδια και την εμπιστοσύνη των ισχυρών παικτών. Δεν έφαγε σφαίρα, δεν κάηκε ζωντανός, δεν “εξαφανίστηκε”. Να τος μπροστά μας, γέροντας, άρρωστος και μόνος. Ενας άνθρωπος μια ζωή παγερός, ψυχρός κι ανίκανος για συναισθήματα, να μην έχει που αλλού να κρυφτεί από τον θάνατο που πλησιάζει.
Ο Ντε Νίρο τον ερμηνεύει με εγκράτεια, πυγμή, στωικότητα. Κινεί το σώμα του μονοκόμματα, ενώ πειθαρχεί το πρόσωπο του σε παγωμένα, αμοραλιστικά βλεμματα που κάνουν τους φόνους του ακόμα σκληρότερους. Τα ειδικά εφέ που χρησιμοποιεί ο Σκορσέζε για να τον κάνει νεότερο, προβληματίζουν για λίγα δευτερόλεπτα και μετά τα ξεχνάς. Γιατί η βιρτουοζιτέ του Ντε Νίρο, μια προσωπική ηθική που θα χαρίσει στον ανήθικο ήρωά του, υπερβαίνουν οτιδήποτε άλλο.
Ο Πατσίνο είναι... ο θρυλικός Πατσίνο. Τον βοηθά ότι κι ο Χόφα ήταν έτσι – larger than life, αχαλίνωτος, ασυγκράτητος και για αυτό ορατός κίνδυνος για τη μαφία που τον έβγαλε τελικά από την μέση. Ο Πατσίνο μπαίνει στις σκηνές του σαν αγρίμι, ηλεκτρίζει της θερμοκρασία των χώρων, επιβάλλει το δικό του ρυθμό (με απότομες παύσεις ή ηφαιστειακά ξεσπάσματα) στο διάλογο, τη δική του δαιμόνια δυναμική στη ροή της αφήγησης.
Η πραγματική αποκάλυψη όμως είναι ο Τζο Πέσι. Δεν τον βλέπουμε συχνά πια στο σινεμά, αλλά οι σήμα-κατατεθέν σκορσεζικοί ρόλοι του, που τον ήθελαν πάντα δορυφόρο των κεντρικών ηρώων, έναν χαριτωμένο φαφλατά που ραπάρει ανυπόμονα και φωνακλάδικα τις ατάκες του, παραμένουν κλασικοί. Εδώ όμως ο Πέσι αλλάζει δέρμα. Εχει κομβικό, πρωταγωνιστικό ρόλο και τον ερμηνεύει ανατριχιαστικά σιωπηλά. Δεν μπορείς να διαβάσεις τις προθέσεις του. Είναι θλιμμένος, γλυκός, προστατευτικός; Είναι ιδέα σου ή αποπνέει μία ακίνητη επικινδυνότητα - σαν γάτα που σε λίγα δευτερόλεπτα θα επιτεθεί στο ποντίκι που προσπέρασε και νόμιζε ότι τη γλίτωσε;
Ναι, ο Σκορσέζε έχει επιτρέψει στον φιλμικό χρόνο να επεκταθεί στις απαγορευτικές στην εποχή μας τρεισήμισι ώρες. Κι αυτό γιατί, πρώτον, θέλει να κάνει μία βαθιά υπόκλιση στο κλασικό, παραδοσιακό, μεγάλο σινεμά – με τον διευθυντή φωτογραφίας του Ροντρίγκο Πριέτο να φωτίζει μεγαλόπρεπα έναν σκοτεινό κόσμο, την Θέλμα Σκουνμέικερ να κόβει με χειρουργική ακρίβεια στο ψαχνό, όσο ο ίδιος πίσω από την κάμερα, χαλαρώνει και πατάει ένα απελευθερωτικό pause. Σταματά και να παρατηρεί τους ηθοποιούς του να αυτοσχεδιάζουν (πόσο αριστούργημα κι ο Στίβεν Γκρέιχαμ, που ατρόμητος προτάσσει ανάστημα μπροστά σε μύθους), να παίρνουν το χώρο και το χρόνο για απολαυστικές αναμετρήσεις που δίνουν οξυγόνο στους ήρωές τους. Οταν βλέπεις τον Πατσίνο και τον Ντε Νίρο μαζί δεν ενθουσιάζεσαι μόνο, συγκινείσαι. Γιατί έχεις ξεχάσει ότι η τέχνη δεν είναι μόνο μεγαλόστομη, είναι και ψιθυριστή. Κατασκευάζεται από ψήγματα, λεπτομέρειες κι ανάσες που χρειάζονται άπλα. Κι ο Σκορσέζε κάνει πίσω και τη χαρίζει. Γιατί ειναι δώρο να βλέπεις δυο κινηματογραφικούς μύθους να δοκιμάζουν, να τολμούν, να πειραματίζονται, να χαρίζουν πάσες ο ένας στον άλλον και να συνθέτουν τους διαλόγους τους σαν ψιλή βροχή.
«Ο Ιρλανδός» είναι ένα αυτόματα κλασικό αριστούργημα. Μία επική, μεγαλειώδης ταινία που, ταυτόχρονα, βιώνεται ως προσωπικός ψίθυρος. Μία μελαγχολική ωδή για την ερώτηση που μάς περιμένει όλους στο τέλος και πρέπει να έχουμε έτοιμη απαντήση: τι αφήνω πίσω μου; Ο Σκορσέζε μόλις το απάντησε.
«Ο Ιρλανδός» του Μάρτιν Σκορσέζε θα κάνει βγει στις ελληνικές αίθουσες στις 21/11, θα πραγματοποιηθούν ειδικές προβολές στις 15, 16 και 17/11, ενώ η επίσημη πρεμιέρα στο Netflix έχει προγραμματιστεί για τις 27 Νοεμβρίου