Από το «Μωρό της Ρόζμαρι» και τον «Εξορκιστή» μέχρι το «The Bad Seed» και το (πολύ πιο) πρόσφατο «Babadook: Οι Σελίδες του Τρόμου», ο τρόμος της μητρότητας ανέκαθεν έδινε την αφορμή για μερικές από τις πιο εμβληματικές horror αφηγήσεις του σινεμά, ενσταλάζοντας σε κάτι από τη φύση του θαυμαστό και μεγαλειώδες, την αμφιβολία, τον φόβο και – πολλές – τον ίδιο τον θάνατο.
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Λι Κρόνιν μπορεί να μη μοιράζεται το εύρος τρόμου με μερικούς από τους προαναφερθέντες πνευματικούς του προπομπούς, όμως έρχεται στα σινεμά με την φόρα ενός νέου κύματος ταινιών που αντλούν τον τρόμο τους από τις κοινωνικές μεταφορές, είτε αυτές αφορούν την σεξουαλική χειραφέτηση («The Witch»), είτε τα ιστορικά και προσωπικά τραύματα («Στη Σκιά του Φόβου»), είτε τον τρόμο μιας δυσλειτουργικής οικογένειας («Η Διαδοχή»), με ή χωρίς pop αναφορές («Τρέξε!», «Εμείς»).
Στην «Τρύπα», η Σάρα της Σεάνα Κερσλέικ μετακομίζει με τον μικρό της γιο στο απομονωμένο νέο τους σπίτι σε μια επαρχιακή πόλη, ελπίζοντας να κάνουν μια καινούργια αρχή. Στην αρχή τα πάντα μοιάζουν ειδυλλιακά ή τουλάχιστον σαφώς πιο ήρεμα από το περιβάλλον ενδοοικογενειακής βίας από το οποίο φαίνεται να προσπαθούν να δραπετεύσουν. Σύντομα όμως η Σάρα θα ανακαλύψει κοντά στο σπίτι της μια τεράστια μυστηριώδη τρύπα στο έδαφος, μια τρύπα που φαινομενικά κανείς άλλος δεν έχει μέχρι τότε βρει. Επιπλέον, ύστερα από μια σύντομη εξαφάνιση, ο γιος της επιστρέφει κάπως διαφορετικός, με τον τρόπο που μόνο μια μάνα μπορεί να διακρίνει. Είναι όντως το θύμα μιας θανάσιμης απειλής ή βρίσκονται όλα στο μυαλό της;
Ο Κρόνιν επιλέγει αργούς και υποβλητικούς ρυθμούς, χτίζει το περιβάλλον του μεθοδικά και με προσοχή στη συναισθηματική λεπτομέρεια, δίνει περιθώριο στην ηρωίδα του να πει την δική της ιστορία πριν αρχίσει να παρουσιάζει τις ρωγμές και αποκαλύπτει σταδιακά τον τρόμο της ιστορίας, χωρίς να νοιάζεται (κυρίως) για ξαφνικές εξάρσεις ή εύκολα τρομάγματα. Παράλληλα, κρατώντας τα πράγματα ελεγχόμενα και σε σαφώς περιορισμένο εύρος χαρακτήρων, ο Κρόνιν δημιουργεί έναν αυθεντικό τρισδιάστατο πρωταγωνιστή, συμπαθή αλλά και αμφίσημο, δίνοντάς του τη δυνατότητα να αποκαλύψει πλήρως τα τραύματά του πριν έρθει αντιμέτωπος με την μεγάλη απειλή, που ενδεχομένως να είναι και ο ίδιος του ο εαυτός. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει την ταινία και ως «θρίλερ δωματίου».
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι ο Κρόνιν δεν χρησιμοποιεί σε μεγάλη κλίμακα αρχέτυπα του σινεμά τρόμου όπως είναι οι μυστηριώδεις γείτονες, τα τριξίματα στο σπίτι, οι σκοτεινές μορφές στο σκοτάδι και τα στοιχειωτικά ηχητικά εφέ για να δημιουργήσει μια ευρύτερη αίσθηση ανασφάλειας, που ακόμα κι αν δεν επανερμηνεύει από την αρχή το είδος, δείχνει ότι ο Κρόνιν γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί τους κανόνες για να δημιουργήσει ένα αποτελεσματικό περιβάλλον απόγνωσης και ευρύτερου φόβου.
Ακόμα κι όταν στο τρίτο μέρος ο Κρόνιν επιχειρεί να δώσει απαντήσεις θυσιάζοντας σε μεγάλο βαθμό τον τρόμο για χάρη του συμβολισμού, η «Τρύπα» διατηρεί την συναισθηματική της ένταση ακριβώς γιατί ήδη η Κερσλέικ έχει δημιουργήσει μια ηρωίδα που έχει κερδίσει την συμπάθεια αλλά και την συμπόνια, όχι απαραίτητα επειδή κινδυνεύει (ή όχι) να χάσει τον γιο της αλλά γιατί η ενδεχομένως αναξιόπιστη αφήγησή της μαρτυρά ένα ισχυρό δραματικό υπόβαθρο πέρα από τις κραυγές αγωνίας μιας τυπικής ταινίας τρόμου.
Ενα δραματικό υπόβαθρο, ωστόσο, που μέχρι το τέλος έχει στερήσει από την ταινία κάθε στοιχείο αυθεντικού τρόμου, αφήνοντάς το τελικό αποτέλεσμα κάπως μετέωρο και χωρίς σαφή κορύφωση. Ο Κρόνιν ήδη από το πρώτο εντυπωσιακό κάδρο του φιλμ μαρτυρά πως η πορεία της ηρωίδας του είναι μια καθοδική πορεία προς το σκοτάδι, όμως στο τέλος η «Τρύπα» αποτελεί περισσότερο μια σπουδή γύρω από τον τρόμο, παρά μια αυθεντική horror αφήγηση.