Η νεαρή Ρόζμαρι έχει παντρευτεί έναν ηθοποιό που πασχίζει να κάνει καριέρα. Μετακομίζουν μαζί στο νέο τους σπίτι, ένα επιβλητικό παλαιό κτίριο στη Νέα Υόρκη. Παρόλο που προειδοποιούν το ζευγάρι ότι το σπίτι έχει μια σκοτεινή ιστορία μαγείας και φόνων, εκείνοι αποφασίζουν να αγνοήσουν τις δοξασίες και να μείνουν εκεί. Η Ρόζμαρι θέλει να κάνει παιδί αλλά ο άντρας της, Γκάι, θέλει να περιμένει μέχρι να καταφέρει να προχωρήσει στη δουλειά του. Στο μεταξύ, γνωρίζονται με τους γείτονες, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, την Μίνι και τον Ρόμαν. Η Ρόζμαρι βρίσκει τους γείτονες πολύ πιεστικά φιλικούς αλλά ο Γκάι αρχίζει να τους επισκέπτεται όλο και πιο συχνά. Σύντομα ο Γκάι έχει την ευκαιρία να παίξει στο θέατρο, όταν ένας συνάδελφός του τυφλώνεται ξαφνικά, και αμέσως μετά συμφωνεί με την Ρόζμαρι να κάνουν παιδί. Η καριέρα του Γκάι δείχνει να έχει εκτοξευτεί μυστηριωδώς, καθώς οι σημαντικοί ρόλοι αρχίζουν να διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Η Ρόζμαρι, αρχίζει να υποψιάζεται ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Αφού μένει έγκυος, σε μια βραδιά που συνοδευόταν από περίεργες παραισθήσεις, αρχίζει να ερευνά για τους ύποπτους γείτονες. Σύντομα ανακαλύπτει ότι ασχολούνται με τη μαύρη μαγεία και τη λατρεία του Σατανά, και πιστεύει ότι το παιδί που κουβαλάει μέσα της προορίζεται για θυσία στον διάβολο.
Ποιο είναι το απόλυτο κακό; Αντιμέτωπος με μια τόσο αφηρημένη ερώτηση (αιώνων), ο 35χρονος Πολάνσκι έφτασε στην Αμερική, για την πρώτη του ταινία εκεί, αποφασισμένος να δώσει μια οριστική απάντηση. Και δεν υπάρχει κανένας σώφρων άνθρωπος που δεν θα ευχόταν να μην το είχε κάνει ποτέ. Να είχε φοβηθεί την αναμέτρηση με κάτι τόσο δύσκολο και να είχε συμβιβαστεί με μια ακόμη απλή ταινία για την προαιώνια μάχη του καλού με το κακό, από αυτές που το σινεμά γέννησε ήδη από τις αρχές του χτυπώντας στα πρωτογενή ένστικτα της ανθρώπινης κατάστασης.
Ο Πολάνσκι όμως δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις με τον «συμβιβασμό» και την «απλότητα». Ιδιοφυής και πολυεπίπεδος δημιουργός και άνθρωπος με περισσότερες σκοτεινές πλευρές από όσες διαθέτει ολόκληρη η φιλμογραφία του, ανέλαβε τη διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Αϊρα Λέβιν, που είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο πριν, το 1967, με σκοπό να χωρέσει μέσα σε 136 λεπτά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε το σινεμά, την προσωπική του οπτική γωνία απέναντι στην Αμερική των τελών της δεκαετίας του '60, την προαιώνια πάλη των δύο φύλων, την έκρηξη του φεμινισμού, το οριστικό τέλος της ψευδαίσθησης της ευτυχίας. Και όλα αυτά πακεταρισμένα στη μορφή ενός καθηλωτικού θρίλερ που στα χέρια οποιουδήποτε άλλου σκηνοθέτη θα κατέληγε σε ένα κιτς συνονθύλευμα φτηνής ανατριχίλας και μελοδραματικής αφέλειας.
Συντονισμένο δεξιοτεχνικά στη λεπτή γραμμή του χωρίζει την αδυσώπητη σάτιρα από τον ωμό ρεαλισμό, το «Μωρό της Ρόζμαρι», όμως, δεν ανήκει από τη φύση του σε κανένα γνωστό κινηματογραφικό είδος. Αντίθετα, εγκαινιάζει θριαμβευτικά το πολανσκικό φιλμ που εδώ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ταινία του (ίσως με εξαίρεση την «Chinatown»), αναδύεται κρυστάλλινο, διαυγές και εξεχόντως ανησυχητικό ως ένα σινεμά που έχει φτιαχτεί για να διαταράξει την τάξη των πραγμάτων και να βυθίσει τον θεατή σε έναν εφιάλτη χωρίς τέλος.
Δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή στο «Μωρο της Ρόζμαρι» που ο Πολάνσκι να μην μεγαλουργεί. Είτε επειδή χτίζει το σασπένς του με τον τρόπο που δίδαξε ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, αφήνοντας την ηρωίδα του να γίνεται έρμαιο της άγνοιας της, είτε επειδή κορυφώνει την αφήγηση του σε ένα μεγαλειώδες παιχνίδι αισθήσεων και παραισθήσεων που ισοπεδώνει τις όποιες αντιστάσεις του θεατή, αφήνοντας τον με τη σειρά του αβοήθητο μπροστά σε μια ανελέητα σαδιστική εμπειρία.
Χρησιμοποιώντας μια απλοϊκή (έως και γελοία) ιστορία, γέννημα θρέμμα του αγνωστικισμού και της εμμονής των 60s με το μεταφυσικό, o Πολάνσκι επιτίθεται κατά μέτωπο στα πάντα: στην ψευδαίσθηση της all – american family, στη φενάκη του αμερικανικού ονείρου, στη θρησκευτική αναλγησία, στον φαλλοκρατισμό, στον βαθύ ύπνο μιας κοινωνίας που ήθελε να πιστεύει πως η ευτυχία κρύβεται στις στιλιστικές επιταγές των lifestyle περιοδικών και την «καινοτομία» της new age φιλοσοφίας. Και το κάνει με μια ελαφρότητα «διαβολική» (!), που καταλήγει να αποβαίνει πιο τρομακτική και από αυτό που κρύβεται στην κούνια του φινάλε και που δεν υπάρχει λόγος να δούμε ποτέ.
Η δεύτερη κατά σειρά «παρανοϊκή» ηρωίδα του, μετά την Κατρίν Ντενέβ στην «Αποστροφή» (θα ακολουθήσει και ο «Ενοικος») είναι πολλά περισσότερα από μια γυναίκα που βιώνει τον τρόμο της εγκυμοσύνης χάνοντας τον εαυτό της μέσα στην μαύρη τρύπα που κρύβεται κάτω από τη φουσκωμένη της κοιλιά. Είναι το ίδιο το κίνημα του φεμινισμού την ώρα που υψώνει δυνατά τη φωνή του απέναντι στην καταπίεση. Είναι η Αμερική που επαναστατεί απέναντι στην παλιά τάξη πραγμάτων ζητώντας εναγωνίως την αλλαγή. Είναι η αποδαιμονοποίηση της ψυχικής τρέλας, πρώτη φορά ιδωμένη σχεδόν ακτιβιστικά κόντρα στην πρακτική του Δυτικού κόσμου να απομονώνει τους «διαφορετικούς».
Η Μία Φάροου με το χτένισμα «Vidal Sassoon» είναι ο – ναι, τρομακτικός τελικά και ο ίδιος- μοντέρνος άνθρωπος που δεν μπορεί να βασίζεται πλέον στην «καλοσύνη των άλλων» αλλά είναι και αδύνατον να ζει χωρίς αυτούς. Και το «μωρό» της είναι η οριστική απάντηση στο αν υπάρχει τελικά το απόλυτο κακό, χωρίς να έχει σημασία αν ζει στο μυαλό μας ή κάπου εκεί έξω. Οσο μπορούμε να το βάζουμε να κοιμηθεί με ένα νανούρισμα, αγαπώντας το σαν να είναι το παιδί μας, μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε μαζί του.