Με όλες του τις ταινίες, από το «Juno» και το «Up in the Air», μέχρι ακόμα και το άνισο «Tully», ο Τζέισον Ράιτμαν προσπαθεί - και πολύ συχνά πετυχαίνει - να κινηματογραφεί... την επαγωγική μέθοδο, να επικεντρώνεται στο μικρό, το εσωτερικό, το διαπροσωπικό και να σχολιάζει το γενικό, συνήθως την αμερικανική νοοτροπία. Το ίδιο κάνει και στη νέα του ταινία, παρότι καταπιάνεται με μια πραγματική ιστορία, τη γρήγορη πτώση, το 1988, του Γερουσιαστή Γκάρι Χαρτ, του Ανθρώπου που θα γινόταν Πρόεδρος της Αμερικής.
Ολόκληρο το «Front Runner» είναι ένα φιλμ για ένα μεγάλο what might have been: κυριολεκτικά, για την προεδρία της Αμερικής, εάν δεν είχε εκλεγεί, τότε, ο μπαμπάς Μπους, αργότερα ο γιος Μπους, άρα δεν θα είχε υπάρξει ο πόλεμος του Ιράκ, ούτε κι ο Ντόναλντ Τραμπ να κερδίζει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών), αλλά και μεταφορικά, για το επίπεδο αξιοπρέπειας και ηθικής στην καθημερινή κουλτούρα και τα media.
Η ιστορία ακολουθεί τον Γερουσιαστή Γκάρι Χαρτ στην τελευταία ευθεία της εκστρατείας του για να κερδίσει το χρίσμα των Δημοκρατικών. Γοητευτικός (υπερβολικά, όπως φαίνεται), οξυδερκής, συγκροτημένος, με φιλελεύθερο πνεύμα και εποικοδομητική στρατηγική, ο παντρεμένος πολιτικός από το Κολοράντο, μοιάζε ν' ακολουθεί στα χνάρια ενός Τζακ Κένεντι, έτοιμος να δουλέψει, να κερδίσει, ενώ τα φλας αστράφτουν. Ωσπου οι δημοσιογράφοι που τον ακολουθούν για να καλύψουν την εκστρατεία του, υποψιάζονται ότι ο Χαρτ έχει μια ερωμένη κι αντί, όπως παραδοσιακά συνέβαινε ως τότε, να κάνουν τα στραβά μάτια, τον καταγγέλλουν στα ίδια τους τα Μέσα, καθορίζοντας, για πρώτη φορά στην ιστορία, την πολιτική πορεία ενός υποψηφίου, με βάση την ερωτική ζωή και ηθική του.
Ακόμα κι αν δεν ξέρουμε τις λεπτομέρειες της πραγματική ιστορίας κι ακόμα κι αν οι διαπιστώσεις μοιάζουν σήμερα αρκετά ρετρό, ο Ράιτμαν μάς δίνει γρήγορα να καταλάβουμε, ακόμα κι από τα έκπληκτα πρόσωπα των ίδιων των δημοσιογράφων και την ατσαλοσύνη τους στην έρευνα, ότι αυτό το περιστατικό είναι ένα pivot στο πολιτικό marketing. Διατυπώνοντας κι υπονομεύοντας αυτόματα όσα λέει με την κάμερά του, ο Ράιτμαν στήνει την ταινία του μιμούμενος τις γρήγορες σεκάνς, τους ταχύτατους διαλόγους, του δημοσιογραφικού-πολιτικού σινεμά του '70: με την ειρωνεία του ότι τότε ο Τύπος αναζητούσε πολιτικές αλήθειες, ενώ τώρα αρκείται σε ερωτικές ατασθαλίες και ερασιτεχνική κατασκοπεία στις αυλές των σπιτιών.
Παρότι η ταινία είναι χτισμένη περισσότερο από την πλευρά των media, αλλά και των παρασκηνιακών συζητήσεων των «ομάδων» των δημοσιογράφων, των συμβούλων, των πολιτικών επαγγελματιών, ο Χιου Τζάκμαν, πάντα σταθερός στις ερμηνείες του, αποδίδει το ρόλο του με το σωστό συνδυασμό κύρους και ελαφρότητας που του ταιριάζει και με μια διακριτική αρρενωπότητα, παρά την παλιομοδίτικη κουπ του.
Ωστόσο, είναι η ίδια η πρόθεση του Ράιτμαν που τον εγκλωβίζει: θέλοντας να κάνει μια ταινία παρατήρησης, πολλών και μικρών ηρώων, αποστασιοποιημένη, cool, καταλήγει με ανθρώπους που δεν ενδιαφέρουν κανέναν, μ' ένα συμπέρασμα προβλέψιμο και μ' ένα φινάλε απλοϊκό. Με μια γρήγορη ταινία πολιτικής και πολιτισμικής κριτικής που, όμως, αφήνει μικρότερο αντίκτυπο από το περιστατικό του Γκάρι Χαρτ, πράγμα που έχει κι αυτό μια ειρωνεία από μόνο του.