Λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2012, μέλη και υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής στον Αγιο Παντελεήμονα μας ξεναγούν στις γειτονιές και τις απόψεις τους. «Θα ξεβρωμίσουμε την Ελλάδα από τους ξένους». Γνωρίστε τους Cleaners/Καθαριστές.

Ο Κωνσταντίνος Γεωργούσης, απόφοιτος οπτικής ανθρωπολογίας (ένα είδος κοινωνικής και πολιτιστικής ανθρωπολογίας που βασίζεται στα οπτικά μέσα) και τελειόφοιτος σκηνοθεσίας ντοκιμαντέρ, αποφασίζει το 2012 ότι για την πτυχιακή του εργασία θέλει να αποτυπώσει απόψεις και δράσεις της Χρυσής Αυγής στην προεκλογική Ελλάδα - της βαθιάς πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.

Μετά από δύο μήνες περιπλάνησης στις γειτονιές του Αγίου Παντελεήμονα (την μέρα, το ντοκιμαντέρ δεν εστιάζει στη βία των νυχτερινών επιθέσεων), καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Γιώργου Βάθη, ενός 65χρονου άντρα που λειτουργεί κι ως «επιστάτης» της πλατείας για τη Χρυσή Αυγή. Αυτός του συστήνει και τον Αλέξανδρο Πλωμαρίτη, το τοπικό στέλεχος του κόμματος που εκείνη την εποχή μοιράζει τα ψηφοδέλτιά του στους κατοίκους στα καφενεία και τις λαϊκές. Η κάμερα ακολουθεί αυτή την παρέα χρυσαυγιτών και καταγράφει την καθημερινότητα και τις κουβέντες τους.

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Κωνσταντίνου Γεωργούση είναι κάτι που μοιάζει απλό, αλλά δεν είναι καθόλου: να παραμένει η κάμερα πάντα ανοιχτή. Οσοι είναι μπροστά από το φακό θεωρούν ότι τον εκμεταλλεύονται και εξομολογούνται με περηφάνεια τις απόψεις τους, άλλοι τον ξεχνάνε και ξερνάνε το μίσος τους, άλλοι τον υποτιμούν. Ολοι όμως ανοίγονται σε στιγμές, ατάκες και συμπεριφορές που ανακατεύουν το στομάχι κάθε σκεπτόμενου πολίτη.

«Σαπούνια θα τους κάνουμε! Σαπούνια, αλλά όχι για ανθρώπους, γιατί είναι χημικοί αυτοί και μπορεί να βγάλουμε καμιά καντήλα. Θα τα ’χουμε για τ’ αμάξια, σαπούνια για τα πεζοδρόμια, κάνα λαμπατέρ θα φτιάξουμε με το δέρμα τους, τα μαλλιά θα τα παίρνει ο Γιώργος να τα πουλάει στο Μοναστηράκι, να τα κάνουν μπεγλέρια οι ξένοι» λέει καμαρώνοντας ο υποψήφιος βουλευτής Πλωμαρίτης - χωρίς να συνειδητοποιεί ότι η κάμερα θα καταγράψει για πάντα την «αστειευόμενη» δήλωσή του, ως ντοκουμέντο. Θα αποτυπώσει ανεξίτηλα την αλαζονεία και την γραφική αφέλεια του ανθρώπου που στην πλατεία, το καφενείο, την πίσω αυλή του και το παρεάκι του, είναι «εξουσία».

Χωρίς να καταφεύγει ούτε στιγμή σε προφορική αφήγηση, ο Γεωργούσης παραθέτει μαρτυρίες, στιγμιότυπα, εικόνες. Ξαφνικά, ανάμεσα στον καταιγισμό απειλών για τους ξένους, στο νταϊλίκι και τον «ιδεολογικό» οχετό - έτσι όπως τον ξεστομίζουν στο πεζοδρόμιο του καφενέ, εμφανίζεται η μαυροντυμένη Ελληνίδα μάνα του πολιτευτή. «Σσσσ τι είναι αυτά πάλι; Μόνο εσύ μιλάς Αλέξανδρε..» τον μαλώνει αμήχανα, εκείνος ταράζεται, μετά το ρίχνει στο χαβαλέ, εκείνη χαμογελά. Ξαφνικά σχηματίζεται ανατριχιαστικά μπροστά σου ολόκληρη η εικόνα της τζάμπα μαγκιάς και της μήτρας της ευθύνης. Ή, σε άλλο στιγμιότυπο, ο Γεωργούσης ανοίγει το φακό (και κυρίως το μικρόφωνο) για να γελάσεις (πικρά): μπροστά σε μία δίμετρη Βουλγάρα, οι ρατσιστές άξαφνα μιλούν για το «καλύτερο DNA που έχουν οι ξένες, αυτές είναι για καλό γαμήσι, ενώ οι Ελληνίδες βρε παιδί μου γίνονται μουνί καπέλο μεγαλώνοντας..»

Η μεγαλύτερη επιτυχία του Γεωργούση όμως δεν είναι αυτή - η πρώτη, η επιδερμική, η μετωπική μας σύγκρουση με το φασισμό, το μίσος και την ακατέργαστη βλακεία. Είναι ο τόνος της αφήγησης, οι κλεμμένες στιγμές του φακού και η μελαγχολία με την οποία σε αφήνει να σκεφτείς τα λίγα που είδες και τα πολλά που κατάλαβες.

Δε θα σας σφίξει την καρδιά το «εγέρθητι/εγέρθητω» στιγμιότυπο, ή μία στα όρια της κωμωδίας επεξήγηση του ότι ο ναζιστικός χαιρετισμός είναι στην ουσία αρχαιοελληνικός. Οσο θα σας πιάσει βαθιά κατάθλιψη με όσους τους ακούν. Με τους πολίτες που ρουφούν ωμή την ηλιθιότητα, καταπίνουν αμάσητη την επικίνδυνη αμορφωσιά, αποδέχονται και υποδέχονται με τιμές σωτήρα τους μπαμπουΐνους. Θα σας ρημάξει ο τρόμος στα μάτια μιας μάνας από το μπαγκλαντές που δέχεται να ποζάρει στην κάμερα με τα δυο της παιδιά, ανάμεσα στους Χρυσαυγίτες, από ένστικτο επιβίωσης εκείνη τη στιγμή. Για να μην τους θυμώσει. Θα σας τσακίσει η εικόνα του 10χρονου γιου του Βάθη, ο οποίος ζητά από τον μπαμπά του να τον αφήσει να παίξει με τα παιδάκια και όλο αγωνία τους ρωτά αν είναι ξένοι. «Ασε με μπαμπά, ο Νίνο είναι Ελληνας».

Κάπου εκεί σκέφτεσαι ότι η μοναδική αδυναμία του ντοκιμαντέρ είναι το βάθος χρόνου που εξετάζει την πολιτική, κοινωνική και ηθική μας κατάντια. Οι δύο μήνες παρατήρησης αφήνουν την αίσθηση μίας επισκεπτικής ματιάς κι εμείς χρειαζόμαστε να πάμε πιο πίσω. Στο παρελθόν, στην ιστορία. Οι κάτοικοι του Αγιου Παντελεήμονα αφέθηκαν στην τύχη τους από την ευθύνη μιας Πολιτείας Ελλήνων και έβγαλαν πηγαίο μίσος στους μετανάστες. Γιατί κατέφυγαν στους Καθαριστές; Γιατί 500.000 Ελληνες καταθέτουν αφιλτράριστη την αγανάκτισή τους στην κάλπη της Χρυσής Αυγής; Και ποιος θα καθαρίσει τη χώρα και την ψυχή μας από αυτούς;

To «The Cleaners» προβάλλεται σε κοινή προβολή με το «Little Land» του Νίκου Νταγιαντά.