Με την ανεργία να έχει ξεπεράσει το 60% στους νέους, πολλοί εγκαταλείπουν τις πόλεις και στρέφονται προς την επαρχία και την καλλιέργεια της γης, ελπίζοντας να αλλάξουν τη ζωή τους προς το καλύτερο. Η ταινία ακολουθεί τον 35χρονο Θοδωρή, ο οποίος εγκαθίσταται μόνιμα στο απομακρυσμένο νησί της Ικαρίας. Εκεί, ανακαλύπτει μια κοινωνία που στηρίζεται στην αυτονομία και τη συνεργασία. Διατηρώντας ζωντανή την Ικαριώτικη παράδοση της «αλλαξάς» η οποία αναβιώνει τώρα λόγω της κρίσης— πολλοί κάτοικοι της Ικαρίας δεν χρησιμοποιούν χρήματα για τις ανάγκες τους: γίνονται ταυτόχρονα μελισσοκόμοι, οινοποιοί, αγρότες και ξυλουργοί, κάνοντας 10 δουλειές ο καθένας, από αιώνες μαθημένοι στην ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών.

Το «Little Land» γυρίστηκε, όπως αναφέρει και στο ίδιο το ντοκιμαντέρ ο δημιουργός του, μετά από μια ανάθεση του ARTE για την εξερεύνηση του σπάνιου φαινομένου της μακροζωίας στο νησί της Ικαρίας.

Πράγμα που δεν προκαλεί εντύπωση (αν και οι φήμες θέλουν τους Ικαριώτες να φουσκώνουν τα χρόνια τους στους ξένους δημοσιογράφους προκειμένου να δημιουργήσουν ακόμη ένα μύθο γύρω από τον τόπο τους), αφού μαθηματικά οι άνθρωποι στην επαρχία και δή στα νησιά έχουν περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν πιο πολλά χρόνια από τους κατοίκους της πόλης.

Φτάνοντας εκεί ο Νταγιαντάς θα ανακάλυπτε όμως κάτι σημαντικότερο από την «αναρχική» φύση των ηλικιωμένων Ικαριωτών και αυτό θα ήταν μια μορφή οικονομίας βασισμένη πάνω στην ανιδιοτελή προσφορά, βασισμένη πρωτίστως στις ανάγκες των κατοίκων του νησιού, και όχι σε μια αδέκαστη χρηματική ανταλλαγή που, αν ίσχυε, θα είχε χτυπηθεί αλύπητα από την κρίση στην υπόλοιπη χώρα.

Μοιράζοντας το χρόνο της αφήγησής του ανάμεσα στις φιγούρες των Ικαριωτών που σαν άλλοι σοφοί μιλούν για την ουσία της «καλής ζωής» και σε ένα ζευγάρι Αθηναίων που εγκατέλειψε την πόλη για να γνωρίσει τον αγροτικό τρόπο ζωής, το «Little Land» αποδεικνύει για ακόμη μια φορά την ικανότητα του Νίκου Νταγιαντά (αν δεν έχετε δει, αναζητήστε οπωσδήποτε το «Σαγιόμι» του 2011) να αφηγείται ολόκληρες ιστορίες μέσα από στιγμές, χρησιμοποιώντας τους ανθρώπους/ήρωες του σαν σύμβολα της κάθε φορά διαλεκτικής του.

Αν, όμως, το «Little Land» παραμένει ένα σημαντικό μεν, αλλά όχι και κινηματογραφικά ολοκληρώμενο ντοκιμαντέρ, οφείλεται στην αδυναμία του να αποβάλλει την ανάγκη του να τεκμηρίωσει, περισσότερο από μια ιστορία, ένα μήνυμα.

Μιλώντας για περισσότερα πράγματα από όσα μπορεί να τεκμηριώσει μέσα στη μία ώρα που διαρκεί, δεν είναι ποτέ σίγουρο αν αυτό που το ενδιαφέρει είναι οι ποτισμένες από σοφία μορφές των Ικαριωτών, η ζωογόνα φύση του νησιού ή η αμηχανία των (επιπρόσθετα όχι χαρισματικών σε σημείο του να σε παρασέρνουν) «αστών» απέναντι σε έναν ολότελα άγνωστο κόσμο.

Και με επιπλέον εμπόδιο πως ο τόπος στον οποίο διαδραματίζεται υπήρξε ανέκαθεν μια από τις πιο ιδιοσυγκρασιακές κοινωνίες της ελληνικής πραγματικότητας, ένας τόπος που δεν νιώθει την κρίση του σήμερα όπως εδώ και χρόνια δεν νιώθει οτιδήποτε συμβαίνει στην υπόλοιπη επικράτεια έχοντας βρει από αιώνες πριν τους δικούς του ρυθμούς στέρεας επιβίωσης, ένα ανεξάντλητο υλικό για ένα άλλο (ή πολλά περισσότερα) ντοκιμαντέρ.

Κάνοντας το «Little Land» να παραμένει τελικά μια υπέροχα κινηματογραφημένη, αλλά μόνο «γεύση» μιας – αυταπόδεικτης και άρα πάντα σημαντικής - εναλλακτικής εξόδου από την κρίση.

Διαβάστε περισσότερα εδώ για το «Little Land»

To «Little Land» προβάλλεται σε κοινή προβολή με το «Τhe Cleaners» του Κωνσταντίνου Γεωργούση.