Μερικές από τις πιο ανατριχιαστικές ιστορίες του Στίβεν Κινγκ δεν μιλάνε μόνο για εκείνα τα τέρατα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι οι ήρωες του, αλλά κρύβουν πίσω τους, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ένα ψυχικό τραύμα που εκδηλώνεται μέσω αυτής της σκοτεινής οντότητας που παραμονεύει στις σκιές τους.

Και στη μικρή ιστορία του «Ο Μπαμπούλας», η οποία αρχικά δημοσιεύτηκε το 1973 και ξανά το 1978 σε μια ανθολογία μικρών ιστοριών του με τίτλο «Νυχτερινή Βάρδια», ένα από τα καλύτερα δείγματα γραφής της πρώιμης εποχής του μετρ του τρόμου, ο Κινγκ προσεγγίζει για πρώτη φορά το τραύμα ενός γονέα για τον χαμό του παιδιού του (αργότερα θα επιστρέψει σε αυτό το θέμα σε ιστορίες όπως το «Cujo» και το «Νεκροταφείο Ζώων»).

Ο «Μπαμπούλας» μεταφέρεται για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, με κάποιες σημαντικές αλλαγές, ως μια ταινία η οποία μπορεί να καταφέρνει να πιάσει το κλίμα της ιστορίας, αλλά δεν φτάνει σε εκείνο το επίπεδο για να γίνει μια από τις πιο αξιομνημόνευτες μεταφορές διηγημάτων του Κινγκ.

Η μαθήτρια γυμνασίου Σέιντι Χάρπερ και η μικρότερη αδερφή της, Σόγιερ είναι συγκλονισμένες από τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας τους, χωρίς να έχουν σημαντική στήριξη από τον πατέρα τους, Γουίλ, έναν θεραπευτή που προσπαθεί να διαχειριστεί το δικό του πόνο. Οταν ένας απελπισμένος ασθενής εμφανίζεται ξαφνικά στο σπίτι τους αναζητώντας βοήθεια, αφήνει πίσω του μια τρομακτική υπερφυσική οντότητα που κυνηγάει οικογένειες και τρέφεται από τον πόνο των θυμάτων του.

Με μια υπέροχα ανατριχιαστική εισαγωγή, ο σκηνοθέτης Ρομπ Σάβατζ μας μεταφέρει στο δωμάτιο των μικρών παιδιών της οικογένειας Μπίλινγκς, τα οποία δολοφονούνται από τον μπαμπούλα, χτίζοντας έτσι μια απόκοσμη ατμόσφαιρα και μια αίσθηση αυθεντικού τρόμου. Και οι σεναριογράφοι της ταινίας Σκοτ Μπεκ, Μπράιαν Γουντς (του «Ενα Ησυχο Μέρος») και Μαρκ Χέιμαν (του «Μαύρου Κύκνου»), έχοντας ως θεμέλιο όλα όσα διαδραματίστηκαν στην ιστορία του Κινγκ, αποφασίζουν να προχωρήσουν παραπέρα από αυτά.

Η απώλεια παραμένει στο επίκεντρο του σεναρίου τους και με αυτόν τον τρόπο αρχίζουν να δημιουργούν τη ζοφερή απεικόνιση της ίδιας της πραγματικότητας για τους χαρακτήρες τους, βάζοντας με μεθοδικότητα μέσα στην πλοκή της τις όποιες (νοσηρές) αλλαγές τους από την ιστορία του Κινγκ. Και ενώ ξεκινούν με έναν έναν αρκετά ενδιαφέρον τρόπο (την σχέση πατέρα/ψυχολόγου με την κόρη του – εδώ μια Σόφι Θάτσερ από την σειρά «Yellojackets» που ξεχωρίζει από όλο το καστ) η αφηγηματική αντιμετώπιση του θανάτου και της θλίψης που προκαλεί καταλήγει σε κάτι το κλισέ και μερικές φορές επιτηδευμένα βεβιασμένο (μια μάχη για να σκοτώσουν το τέρας).

Τουλάχιστον ο Σάβατζ δείχνει να έχει τεράστια αυτοπεποίθηση πίσω από την κάμερα, διατηρώντας τον τρόμο σε αρκετά ικανοποιητικά επίπεδα, ακόμα και όταν το σενάριο μοιάζει να απογοητεύει. Χωρίς να προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει το είδος, και έχοντας ως μοναδικό όπλο το φως και το σκοτάδι, ο Σάβατζ ξέρει πως να δημιουργεί σασπένς με δυνατούς οπτικά τρόπους - όπως με τις λάμψεις από το πλάσμα που παρακολουθεί τα θύματά του από τις σκοτεινές γωνίες του σπιτιού τους. Σε κάνει σε στιγμές να νιώθεις αυτόν τον αρχέγονο φόβο για το σκοτάδι, που ένιωθες ίσως και πιο μικρός και όταν το τέρας πετάγεται μέσα από τις σκιές, ο τρόμος είναι αυθεντικός και σε στιγμές σε κάνει να νιώθεις άβολα, ακόμα και όταν ξέρεις ότι το περιμένεις.

Και ναι ο «Μπαμπούλας» μπορεί να ξεχνιέται σχεδόν αμέσως με το που ανάβουν τα φώτα στο σινεμά, αλλά τουλάχιστον, μέσα στα περίπου 100 λεπτά που κρατάει, έχει τη δύναμη να σε κάνει να κοιτάζεις κάτω από το κάθισμά σου μέσα στην σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα για να σιγουρευτείς πως δεν κρύβεται κάποιο τέρας.