H Τζαν, διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων και ο Μπραντ, συνθέτης, μοιράζονται την ίδια τηλεφωνική γραμμή ενώ δεν έχουν συναντηθεί ποτέ. Ο Μπραντ μιλάει με τις ώρες στο τηλέφωνο με τις φιλενάδες του, πράγμα που εκνευρίζει τρομερά την Τζαν και μια έχθρα αναπτύσσεται μεταξύ τους. Οταν κάποια στιγμή ο Μπραντ την συναντάει κατά τύχη αποφασίζει να την βάλει στη λίστα με τις κατακτήσεις του, γνωρίζοντας όμως τη... «συμπάθεια» που τρέφει γι αυτόν παρουσιάζεται ως ένας αθώος Τεξανός με το όνομα Ρεξ Στέτσον.

Τεράστια επιτυχία στις μέρες της, αρκετή για να μεταμορφώσει από μόνη της τον Ροκ Χάντσον και την Ντόρις Ντέι σε αθάνατο κινηματογραφικό ζευγάρι, ακόμη κι αν δεν ακολουθούσαν δύο ακόμη συνεργασίες τους, τα «Μυστικά της Κρεβατοκάμαρας» είναι ίσως η μητέρα όλων των ποπ χολιγουντιανών ρομαντικών κομεντί.

Δεν είναι μόνο ότι οι δυο πρωταγωνιστές συμπληρώνουν απόλυτα ο ένας τον άλλο, μεταμορφώνοντας τους στερεοτυπικούς ρόλους της σφιγμένης ξανθιάς και του ασυγκράτητου γόητα σε δυο απολαυστικούς χαρακτήρες που λάμπουν με την «αθωότητα» που κρατούσαν ακόμη τα '50ς, κατορθώνοντας να προσθέσουν σπιρτάδα και νεύρο σε μια σειρά από καταστάσεις που μοιάζουν γνώριμες ήδη από τις μέρες τις θεατρικές φαρσοκωμωδίας και που επαναλαμβάνονται σχεδόν απαράλλαχτες μέχρι σήμερα σε αμέτρητα sitcoms.

Ούτε ο τρόπος που το φιλμ, μια τυπική χολιγουντιανή κατασκευή κατορθώνει να ξεπεράσει τους περιορισμούς των προσδοκιών του στούντιο και να μεταμορφωθεί σε κάτι που έγινε με τον τρόπο του κλασσικό, ένα ξεχωριστό δείγμα της τέχνης του να δίνεις την πνοή της ζωής σε κάτι ξεκάθαρα «τεχνητό».

Τα «Μυστικά της Κρεβατοκάμαρας» κατορθώνει ακριβώς αυτό, αφού ακόμη κι αν ξεκίνησε σαν μια καθαρά στουντιακή παραγωγή, χτισμένη πάνω σε αυστηρά προκαθορισμένα στάνταρτς, ξεπέρασε κάθε προσδοκία -κι όχι μόνο στην εμπορική του καριέρα, ή στις πέντε υποψηφιότητες για όσκαρ που κέρδισε- μα κυρίως στο να αποδείξει ότι μερικές φορές η τεχνική είναι τέχνη.

Από τις απολαυστικές (μα προσδοκόμενες) ερμηνείες του βασικού καστ, από το σενάριο και την σκηνοθεσία, μέχρι την ζαχαρένια μουσική και την υπέροχη ποπ αισθητική, ο κόσμος των ηρώων, κι ο κόσμος της ταινίας είναι ένας θρίαμβος του Χολιγουντιανού μηχανισμού, της εξαιρετικής δουλειάς, της αφοσίωσης και του επαγγελματισμού, της αγάπης που μεταμορφώνεται σε πάθος γι αυτό που κάνεις και που στην πορεία το κρατά ζωντανό για πάντα.

Το φιλμ Μάικλ Γκόρντον λοιπόν, είναι μια χρονοκάψουλα, μια γερή δόση νοσταλγίας που δεν μοιάζει γλυκερή ή ψεύτικη, μα ακαταμάχητα ειλικρινής και γι αυτό γοητευτική. Ενα από τα καλύτερα δείγματα του αμερικάνικου εμπορικού σινεμά των στούντιο, το απόσταγμα της αισθητικής και της νοοτροπίας μιας ολόκληρης εποχής. Οχι ότι το φιλμ δεν ήταν με τον τρόπο του τολμηρό. Μια εργαζόμενη δυναμική γυναίκα βρισκόταν μίλια μακριά από το τυπικό πρότυπο, μια κωμωδία που την απασχολεί τόσο η κρεβατοκάμαρα και η ερωτική ζωή των πρωταγωνιστών του, δεν ήταν ακριβώς η νόρμα.

Στα μάτια του σημερινού θεατή, που αναπόφευκτα βλέπει το φιλμ με μια πιο διεισδυτική ματιά, το φιλμ έχει κι ένα ακόμη επίπεδο ενδιαφέροντος: την υφή της ακτινογραφίας μιας εποχής και των ανθρώπων της, την λίγο πικρή επίγευση της απόλυτης συνειδητοποίησης της «κατασκευής» που είναι το φιλμ, την απόσταση και τις αλλαγές που μας χωρίζουν από εκείνες τις μέρες.

Ομως όλα αυτά είναι μάλλον δεύτερες σκέψεις. Γιατί όσο το φιλμ παίζει στην οθόνη, το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι η ανάλαφρη απόλαυση που σου προσφέρει, η απενοχοποιημένη ελαφρότητα του, η αισθητική του που χαζεύεις, το χαμόγελο που κρατά στα χείλη σου από την αρχή ως το τέλος. Κάτι που ίσως παίζει τον δικό του ρόλο στους λόγους που ακόμη κι αν οι φιλοδοξίες της προφανώς δεν έφταναν από την αρχή ως εκεί, αυτή η μικρή «ελαφριά» ταινία, έγινε αναμφίβολα «κλασσική».