Αποκομμένο από την εποχή του, το φιλμ του Ντούσαν Μακαβέγιεφ μοιάζει σήμερα με ένα σημείο των καιρών (του), λιγότερο «ενοχλητικό» ή «αναρχικό» τώρα παρά τότε, αν και αρκούντως τολμηρό. Οχι τόσο για τον in your face τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί το ανθρώπινο σώμα, το σεξ και τις «ηνωμένες πολιτείες» της ανθρώπινης επιθυμίας, αλλά γιατί η θεώρηση του γύρω από τον άνθρωπο και τη θέση του στην μεγάλη επανάσταση, μακριά από καθεστώτα και λυτρωτές - ηγέτες, παραμένει διαχρονικά επίκαιρη και με το δικό της ανορθόδοξο, παιδικό και πικρά παιχνιδιάρικο τρόπο, επείγουσα.
Το «Sweet Movie» ήρθε σαν απάντηση στην απαγόρευση της ταινίας «Μυστήρια του Οργανισμού» που ο Μακαβέγιεφ είχε γυρίσει το 1971 και η οποία απαγορεύτηκε στη Γιουγκοσλαβία, οδηγώντας το κομμουνιστικό κόμμα στη διαγραφή του «αντιφρονούντα» και αναγκάζοντας το δημιουργό του να ζήσει εξόριστος στην Ευρώπη και στην Βόρειο Αμερική. Το «Sweet Movie», γυρισμένο στον Καναδά, ήρθε ωστόσο και σαν οργισμένη απάντηση σε οποιοδήποτε κατεστημένο, είτε αυτό ήταν ο Λένιν, ο Μαρξ ή ο… Μάρλον Μπράντο, μια μορφή καθολικής εξέγερσης που εξαπολύθηκε με όπλο την εικόνα προς κατάρριψη των όποιων δεδομένων και των τσιμεντωμένων ιδεολογιών.
Θιασώτης των (έτσι κι αλλιώς αμφισβητούμενων) θεωριών του ψυχαναλυτή Βίλχελμ Ράιχ, αλλά κυρίως ένας αναρχικός, τολμηρός και οραματιστής δημιουργός, ο Μακαβέγιεφ παρακολουθεί στο «Sweet Movie» την παράλληλη διαδρομή δύο γυναικών. Η πρώτη είναι η Καναδή Μις Κόσμος που βγαίνει πρώτη και στο διαγωνισμό της «πιο παρθένας» (χρωστάει πολλά στον κόλπο της που ακτινοβολεί), έπαθλο για τον Μίστερ Καπιταλισμό, μεγαλοβιομήχανο γάλακτος στην ενδοχώρα της Αμερικής. Η δεύτερη είναι η Ανα Πλανέτα, καπετάνιος ενός πλοίου που στην πλώρη του έχει το γιγάντιο πρόσωπο του Καρλ Μαρξ και που μεταφέρει ζάχαρη στα κανάλια του Αμστερνταμ, τρελά ερωτευμένη με έναν ναύτη που έρχεται κατευθείαν από το Θωρηκτό Ποτέμκιν.
Και οι δύο γυναίκες αναζητούν την απόλαυση, καθώς η διάθεση τους είναι να σπάσουν τα στεγανά, να ελευθερώσουν τον κόσμο από τα δεινά όλων των -ισμών και να οργανώσουν μια νέα επανάσταση με πρόσημο τη γλύκα. Κυριολεκτικά, αφού ο Μακαβέγιεφ φτιάχνει από το μηδέν μια συνταγή για το πώς φτιάχνεις μια ταινία που δεν ντρέπεται ούτε για το πόσο χοντροκομμένα αλληγορική είναι, ούτε για το πόσο ανώδυνα απεικονίζει ακόμη και την αποπλάνηση ενός ανήλικου παιδιού, αντίθετα πασπαλίζει ακόμη και τις πιο αποτρόπαιες στιγμές της (το μεγάλο όργιο αφόδευσης και λοιπών σωματικών υγρών προς το φινάλε) με μια «γλυκιά» διάθεση που θα κορυφωθεί και με το θάνατο του ναύτη μέσα στη ζάχαρη και με το τέλος της ακτινοβολούσας πρώην παρθένας μέσα στην πηχτή απολαυστική σοκολάτα.
Σαν «πειραγμένος» Μπουνιουέλ, με επιρροές από Ζαν-Λικ Γκοντάρ και τον απόηχο του πολυσυζητημένου «Myra Breckinridge» του Γκορ Βιντάλ που έγινε ταινία το 1970, αλλά και χωνεμένο όλο το παζολινικό ντελίριο που θα οδηγούσε νομοτελειακά στο «Salo» λίγα χρόνια αργότερα, ο Μακαβέγιεφ μοιάζει με ένα παιδί που παίζει με τους κανόνες του σινεμά και αυτούς της πολιτικής ορθότητας, αναζητώντας λιμάνια τρυφερότητας μέσα σε οδοιπορικά ωμοτήτων. Δεν εννοεί φυσικά κανείς τα χρυσά πέη που ουρούν καταρράχτες νερού ή το σκατολογικό entertainment που κλείνει τον κύκλο μιας παράστασης (που συνεχίζει…) χωρίς εισιτήριο, αλλά περισσότερο τα εμβόλιμα πλάνα επικαίρων από τη σφαγή στο Κατίν που ο Σέρβος τοποθετεί σε καίριο σημείο, πριν κάποιος βιαστεί να κρίνει την ταινία του ως ανιστόρητη ή απολιτίκ, υπό τους ήχους της μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι
Και είναι σε εκείνο το σημείο που το «Sweet Movie» καταφέρνει να γίνει το «γλυκό φιλμ» που οραματίστηκε ο δημιουργός του, αφού οι συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι φέρνουν αυτό ακριβώς τον αέρα - όχι μόνο των 70s που έδιναν το αναφαίρετο δικαίωμα να αναρωτιέσαι «Is there Life on Earth?» (με τους στίχους και τη φωνή της Αν Λόνμπεργκ), αλλα κυρίως αυτής της ανατριχιαστικής αντίστιξης που ενώνει βία, σάτιρα, αντιφασισμό και μια μικρή ελπίδα για ένα μέλλον χωρίς ολοκληρωτισμό σε ένα και μόνο τραγούδι, αυτό που ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις χαρακτήριζε ως «ο θρίαμβος της εσωτερικής μου αναρχίας», το πάντα συγκινητικό «Τα Παιδιά Κάτω στον Κάμπο» σε δύο εκδοχές, με την Μαρία Κατήρα και την παιδική χορωδία στο φινάλε.
Ο πειραματισμός του Μακαβέγιεφ, ακόμη και η πρόκληση για την πρόκληση που δεν την αποφεύγει όσο και αν οι φανατικοί λάτρεις της ταινίας θορυβούν περί συμπαγούς οράματος, η τελική αίσθηση πως αυτό που βλέπεις δεν είναι μια ταινία αλλά μάλλον μια αίσθηση, παίρνει σάρκα και οστά σε όλο το ρομαντικό της είναι στους στίχους που τραγουδισμένους από παιδιά γίνονται το τέλος της επανάστασης και μαζί η βέβηλη αρχή της. Μια μικρή σημαντική στιγμή ενός κινηματογράφου που κάποτε τάραζε νερά, αλλά που η μνήμη και ο χρόνος τώρα οφείλουν να τοποθετήσουν σε πιο γήινη βάση, πιο κοντά στο αξιοπερίεργο που με τον τρόπο του κρατάει ακόμη τη βαθιά του μελαγχολία. Και παραμένει, ακριβώς γι' αυτό το λόγο, διαχρονικό.
Τα παιδιά δεν έχουν μνήμη
Τους προγόνους τους πουλούν
Και ό,τι αρπάξουν δεν θα μείνει
Γιατι ευθύς μελαγχολούν