Μπάνιο, ντύσιμο, περπάτημα, μπάσκετ. Oλα τα παραπάνω είναι πράγματα που ο Μπεν δεν μπορεί πλέον να κάνει, όταν φτάνει σε ένα κέντρο αποκατάστασης έπειτα από ένα τρομακτικά σοβαρό ατύχημα. Πλέον, οι νέοι του φίλοι είναι τετραπληγικοί, παραπληγικοί, άνθρωποι με κρανιοεγκεφαλικά τραύματα. Μαζί, θα μάθουν να είναι υπομονετικοί. Θα αντιταχθούν. Θα ξεπεράσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Θα προδώσουν και θα γοητεύσουν ο ένας τον άλλο. Μα πάνω απ’ όλα, θα βρουν την ενέργεια για να μάθουν και πάλι τι σημαίνει να ζεις.
Πόσο εύκολο είναι για έναν άπειρο στα κινηματογραφικό πράγματα δημιουργό να καταπιαστεί με ένα ριψοκίνδυνο αντικείμενο όπως είναι η αναπηρία και η, ούτως ή άλλως, μάλλον αντι-κινηματογραφική -και ενδεχομένως καταθλιπτική ως θεματολογία- αποθεραπεία ενός τετραπληγικού, όταν ακόμα και καταξιωμένοι σκηνοθέτες έχουν μπροστά σε ανάλογα «νοσοκομειακό» περιεχόμενο φάει τα μούτρα τους, υποκύπτοντας νομοτελειακά είτε στον μελοδραματισμό είτε σε μια αταίριαστα ανάλαφρη αντιμετώπιση;
Αποφεύγοντας ευτυχώς τα δύο αυτά άκρα και ισορροπώντας ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, ο Φαμπιάν Μαρσό διαθέτει αν μη τι άλλο το προτέρημα (και το καλλιτεχνικό ελαφρυντικό) της προσωπικής εμπειρίας, έχοντας και ο ίδιος επιβιώσει έπειτα από ένα δραματικό ατύχημα σε μια πισίνα, που του προκάλεσε εξάρθρωση στη σπονδυλική στήλη. Παρά την αντίθετη εκτίμηση των γιατρών του, κατάφερε να σταθεί κυριολεκτικά και μεταφορικά στα πόδια του, κατορθώνοντας όχι μόνο να ξαναπερπατήσει, αλλά και να χτίσει μια επιτυχημένη καριέρα στη γαλλική μουσική σκηνή, ως slam poet με το ψευδώνυμο Grand Corps Malade (Μεγάλο Αρρωστο Σώμα), ενώ παράλληλα αποτύπωσε την περιπέτεια της υγείας του σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Patients».
Το «Ενα Βήμα τη Φορά» αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά αυτού του βιβλίου και την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, για την οποία ο Μαρσό συνεργάστηκε με τον επίσης πρωτοεμφανιζόμενο Μεντί Ιντίρ. Ομως το ντεμπούτο τους πάσχει από ένα σύνδρομο ομολογουμένως μάλλον απρόσμενο για μια ταινία βασισμένη σε μεγάλο βαθμό σε αυτοβιογραφικά στοιχεία: υπερβολική αποστασιοποίηση.
Οι δύο σκηνοθέτες περιγράφουν τη δύσκολη πορεία του Μπεν, του πρωταγωνιστή-alter ego του Μαρσό, αλλά και των συνοδοιπόρων του κατά τη διάρκεια της παραμονής του σε ένα ειδικό κέντρο αποκατάστασης, με συγκρατημένη αισιοδοξία, διακριτικό χιούμορ και τις απαιτούμενες δόσεις ρεαλισμού. Φοβούμενοι όμως, ίσως ακριβώς τους περιορισμούς μιας ακραιφνούς προσωπικής κατάθεσης, τον συναισθηματικό εκβιασμό και τον μελοδραματισμό, πέφτουν στην αντίστροφη παγίδα μιας υπερβολικά ασφαλούς και γενικευμένης προσέγγισης, αποφεύγοντας οτιδήποτε μπορεί να σταθεί υπέρ του δέοντος επώδυνο για τον μέσο θεατή.
Μοιράζοντας πάνω κάτω τυπικά στοιχεία στους βασικούς χαρακτήρες τους (ο επίμονος πρωταγωνιστής που δεν το βάζει κάτω, ο συμφιλιωμένος με την αναπηρία του κολλητός του, ο αντιδραστικός, ο παραιτημένος, η κοπέλα με το τραυματικό παρελθόν), οι Μαρσό και Ιντίρ στερούν από την ταινία τους μια δυνητικά δυναμική καταγραφή προσωπικών εμπειριών, αποστραγγίζοντάς την από την οποία πραγματική συγκίνηση και εγκλωβίζοντάς την σε μια μετριοπαθή όσο και χλιαρή κινηματογραφική κοινοτοπία για τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης.
Οσο για τα σχεδόν βιντεοκλιπίστικης αισθητικής μουσικά ιντερλούδια, συνοδεία αδιάφορης γαλλικής ραπ, αυτά μονάχα από την παράλληλη ενασχόληση του Μαρσό μπορούν να δικαιολογηθούν, καθώς δεν χρησιμεύουν πραγματικά ούτε καν στην ενίσχυση μιας μάλλον ανύπαρκτης συναισθηματικής έντασης, αλλά αντίθετα συνηγορούν σε μια άχρωμη αντιμετώπιση ενός θέματος που, χωρίς να προσβάλλει, άξιζε σίγουρα κάτι παραπάνω.