Η εικόνα των Σταν Λόρελ και Ολιβερ Χάρντι είναι τόσο έντονα ταυτισμένη με τα ασπρόμαυρα σλάπστικ κινηματογραφικά σκετσάκια τους ως δίδυμο Χοντρός και Λιγνός, συνώνυμο για χρόνια της καρτουνίστικης σωματικής κωμωδίας, που παρά τα όσα μπορεί να έχει πιθανόν διαβάσει κανείς για την αληθινή τους ζωή είναι σχεδόν αδύνατον να τους φανταστεί ως πραγματικά πρόσωπα με σάρκα και οστά. Κι αυτή τη δύσκολη αποστολή αναλαμβάνει, και σε μεγάλο βαθμό φέρνει εις πέρας, η ταινία του Σκωτσέζου Τζον Μπερντ.
Ευτυχώς, οι στόχοι του είναι εξαρχής προσγειωμένοι, καθώς η ταινία δεν αναλώνεται στις υπέρμετρες φιλοδοξίες ανάλογων biopic που προσπαθούν να ξετυλίξουν ολόκληρες ζωές μέσα σε δύο ώρες. Αντ’ αυτού, αφοσιώνεται στην τελευταία περίοδο της επαγγελματικής τους ζωής, τη δεκαετία του ’50, όταν έπειτα από μια καταστροφική προσπάθεια να κάνουν σόλο καριέρες επανασυνδέονται και ξεκινούν μια θεατρική περιοδεία στη Μεγάλη Βρετανία, με απώτερο –και μάλλον χιμαιρικό– στόχο να αναστήσουν την κινηματογραφική τους καριέρα.
Το χρονικό της άλλοτε συγκινητικής και άλλοτε άσπονδης φιλίας τους είναι γεμάτο σκαμπανεβάσματα, με πικρίες και ενοχές για τις χαμένες ευκαιρίες του παρελθόντος να έρχονται μοιραία στην επιφάνεια, όμως παρά το ότι ακολουθεί μια αφηγηματικά προβλέψιμη και συμβατική πορεία, η ταινία κατορθώνει να συλλάβει κάτι από την αθωότητα, τον επαγγελματισμό και το φιλότιμο δυο ανθρώπων που πέρα από το ταλέντο και το χάρισμά τους να παρασέρνουν σε γέλια το κοινό, δεν έπαψαν ποτέ να είναι κατά βάθος δύο απλοί εργάτες της βιομηχανίας του θεάματος που το μόνο που ήθελαν είναι να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που ήξεραν να κάνουν καλύτερα.
Μόνο που χωρίς τη διορατικότητα ή την επιχειρηματική δεινότητα άλλων ομοτέχνων τους που είχαν εξασφαλίσει τα δικαιώματα των παλιότερων ταινιών τους, είναι αναγκασμένοι να περιφέρουν την παλιά τους δόξα για να βγάλουν τα προς το ζειν, ερχόμενοι αναπόφευκτα αντιμέτωποι με τη διαπίστωση ότι, και στο Χόλιγουντ, σκοτώνουν τα αλόγα όταν γεράσουν.
Αυτή η σκληρή αντιπαράθεση και η διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στη δημόσια εικόνα και στα προσωπικά τους προβλήματα, στη μαγεία της τέχνης και στην καθημερινή επιβίωση, στο δράμα και στην κωμωδία, αποτελεί την τρυφερή καρδιά της ταινίας, και ταυτόχρονα τον μικρό –αλλά όχι και αμελητέο– θρίαμβό της. Εναν θρίαμβο που ωστόσο δεν θα ήταν εφικτός χωρίς τους πρωταγωνιστές της.
Οι Τζον Σι Ράιλι και Στιβ Κούγκαν μοιάζουν να έχουν γεννηθεί για να υποδυθούν τους συγκεκριμένους ρόλους, καταφέρνοντας να κρατήσουν στην εντέλεια την πολυπόθητη λεπτή ισορροπία: να παραμείνουν απόλυτα αναγνωρίσιμοι στις υπερβολικές κωμικές περσόνες των διάσημων χαρακτήρων τους και ταυτόχρονα να αναδείξουν το ανθρώπινο πρόσωπό τους, αποφεύγοντας κάθε υποψία καρικατούρας. Είναι μια ριψοκίνδυνη υπόθεση που οι δύο ηθοποιοί επιτυγχάνουν σχεδόν αβίαστα, κάνοντάς το να φαίνεται παραπλανητικά απλό. Δίπλα τους, οι Σίρλεϊ Χέντερσον και Νίνα Αριάντα (πραγματικά ξεκαρδιστική ως αυταρχική κυρία Λόρελ), στους ρόλους των προστατευτικών αλλά τόσο διαφορετικών συζύγων τους, όχι μόνο αποδεικνύονται αντάξιες ερμηνεύτριες, αλλά σχεδόν κλέβουν την παράσταση, συχνά επιφυλάσσοντας εκείνες την απαραίτητη κωμική ανάσα.