Τι είναι το σινεμά προπαγάνδας; Μα δεν είναι, τρόπον τινά, ολόκληρη η τέχνη του κινηματογράφου μια προπαγάνδα από μόνη της; Προπαγάνδα μπορεί να είναι και οποιαδήποτε μικρή προσωπική ιστορία, με την έννοια πως εγκλείεται σε μια συγκεκριμένη συνθήκη, άρα και την προτείνει -ή, ανάλογα με τον χειρισμό, προτείνει το αντίθετό της. Το πρόβλημα αρχίζει να δημιουργείται όσο ξεφεύγουμε από το ατομικό και απλωνόμαστε στο όλο και περισσότερο συλλογικό. Ομάδες, κοινωνίες, τάσεις. Κομουνισμός, ολοκληρωτισμός, φασισμός, ρατσισμός, σωβινισμός, σεξισμός, και όλα γενικά σε -ισμός, προκειμένου για κινήματα. Εκεί ξεκινά το ηθικό πρόβλημα, καθώς η πρόταση του προσωπικού που λέγαμε ακούγεται πλέον σαν απόπειρα επιβολής του συλλογικού. Ναι, αλλά πού τελικά βρίσκεται η τέχνη του σινεμά μέσα σε όλο αυτό;

Αθωώνει την Λένι Ρίφενσταλ, την μισθωμένη κινηματογραφίστρια του ναζισμού, η μεγάλη τέχνη της; Η τους Ρώσους δημιουργούς της πρωτοπορίας, τους εντεταλμένους του σταλινικού μηχανισμού; Ο Αντρέ Μπαζέν θα είχε τις επιφυλάξεις του, έτσι που θεωρούσε περιεχόμενο και φόρμα αλληλένδετα μέρη ενός φιλμ. Η Σούζαν Σόνταγκ, πάλι, θα απαντούσε καταφατικά, όπως και έκανε σε ένα από τα δοκίμιά της για το σινεμά στην εμβληματική συλλογή «Ενάντια στην Ερμηνεία».

Το πρόβλημα παραμένει άλυτο, παρά τους τόνους μελανιού που έχουν ξοδευτεί ανά τις δεκαετίες. Κι αυτό γιατί τα ηθικά ζητήματα παραμένουν στο βάθος πάντα προσωπικά, κάτι που ισχύει και για τον πιο αντικειμενικό επαγγελματία θεατή, δηλαδή κριτικό, όσο πεπεισμένος κι αν είναι πώς στο σινεμά η αισθητική ΕΙΝΑΙ το περιεχόμενο. Στο πίσω μέρος του μυαλού, εδρεύει μόνιμα η ικανότητα για διαχωρισμό, όταν χρειαστεί. Ένα έργο προπαγάνδας αφορά μια συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη που έχει παρέλθει από καιρό, αλλά η τέχνη του εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει. Βολική σκέψη, ομολογουμένως. Αλλά και απόλυτα δικαιολογημένη όταν παρακολουθείς άναυδος ταινίες όπως το «Soy Cuba».

Εδώ λοιπόν, στο ασπρόμαυρο κομψοτέχνημα του Μιχαήλ Καλατόζοφ, μέλους κι αυτός της ρωσικής πρωτοπορίας που κατέκτησε και τη Δύση το 1958 μετά το ξενόγλωσσό Όσκαρ για το «Όταν Περνούν οι Γερανοί», ξεδιπλώνονται τέσσερις ιστορίες με φόντο την προεπαναστατική Κούβα του Μπατίστα, ήρωες εκπροσώπους του καθημερινού μόχθου και θέμα τα κοινωνικοπολιτικά αίτια που οδήγησαν στην ιστορική αλλαγή του ’59:

Ένα φτωχοκόριτσο κρύβει από τον αγαπημένο της, έναν πλανόδιο οπωροπώλη, πως τις νύχτες κάνει κονσομασιόν σ΄ ένα κλαμπ που επισκέπτονται Αμερικανοί τουρίστες. Ένας ηλικιωμένος αγρότης μαθαίνει από τον γαιοκτήμονα, τού οποίου καλλιεργεί τα χωράφια με ζαχαροκάλαμο, πως σκοπεύει να πουλήσει το σπίτι που τού έχει παραχωρήσει σε αμερικανική πολυεθνική. Ένας φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Αβάνας έχει βάλει στο στόχαστρο τον στυγνό διοικητή της αστυνομίας που καταπατά βίαια κάθε απόπειρα της επαναστατημένης νεολαίας να εκφραστεί. Ένας επαρχιώτης οικογενειάρχης πείθεται για την αναγκαιότητα του ένοπλου αγώνα μετά τον βομβαρδισμό του σπιτιού του από τις καθεστωτικές δυνάμεις.

Επινοημένο από την Σοβιετική Ένωση λίγο μετά την ταπεινωτική για τις ΗΠΑ πυραυλική κρίση στον Κόλπο των Χοίρων και συγραμμένο από τον Ρώσο ποιητή Γιεβγκένι Γεβτουσένκο και τον Κουβανό πεζογράφο Ενρίκε Πινιέδα Μπάρνετ, το σχέδιο του «Soy Cuba» υλοποιήθηκε ως σύμπραξη των δύο χωρών, πάντως με πλήρη διαθεσιμότητα κάθε απαραίτητου πόρου και τεχνικής στήριξης από τη μεριά των Ρώσων ώστε να τονισθούν οι «μνήμες υπανάπτυξης» από την φιλοδυτική Κούβα του Μπατίστα. Χωρίς αμφιβολία, αποτελεί δείγμα αυστηρά προπαγανδιστικού σινεμά, με ό,τι μονοδιάστατο και ξεπερασμένο μπορεί αυτό να συνεπάγεται σήμερα. Σε καμία, όμως, περίπτωση τυπικό, μιας και η απίθανης ρευστότητας σκηνοθεσία του Καλατόζοφ, πιο επαναστατική κι από την ίδια την επανάσταση που προαναγγέλλεται εδώ, στέλνει αδιάβαστο και τον πιο προχωρημένο μοντερνιστή των καιρών μας.

Έτσι κάηκαν και τα μυαλά των Σκορσέζε και Κόπολα όταν πρωτοείδαν την ταινία σε ένα αφιέρωμα στον Καλατόζοφ, στο Φεστιβάλ του Τέλιουραϊντ το 1992, πριν σπεύσουν να αναλάβουν την παραγωγή της ανακαίνισης και σύστασής της στον κόσμο.

(Μια από τις λιγοστές εναπομείνασες κόπιες, που ξεθάφτηκε μετά από έρευνα για να συμπεριληφθεί στο αφιέρωμα, έστεκε σκονισμένη στα ράφια ενός αρχείου όπως την είχαν αφήσει το 1964, μετά την παταγώδη αποτυχία της και σε Κούβα και Σοβιετική Ένωση, επειδή οι μεν Κουβανοί τη βρήκαν φορμαλιστική σε βαθμό παραμόρφωσης της πραγματικότητάς τους, οι δε Σοβιετικοί όχι επαρκώς προπαγανδιστική. Περιέργως, ενώ οι επίσημες πηγές αναφέρουν πως δεν είχε παιχτεί πουθενά έκτοτε πλην των δύο χωρών παραγωγής της, στη δική μας κυκλοφόρησε κανονικότατα το 1965, με τίτλο «Ματωμένη Πατρίδα»).

Έτσι φύγαν και τα δικά μας όταν την είδαμε για πρώτη φορά σε επανέκδοση το 2008.

Και έτσι, νομίζουμε, θα φύγουν κι όσων δεν την ήξεραν, όταν δουν, ανάμεσα σε άλλα, το μονοπλάνο στο ξενοδοχείο που ξεκινά από την ταράτσα και καταλήγει στον πάτο της πισίνας, ή εκείνο που σκαρφαλώνει από τον δρόμο στα κτίρια, διασχίζει δωμάτια και ίπταται σε πλονζέ πάνω από μια κηδεία. Δυσεξήγητες οι ακροβασίες των διευθυντών φωτογραφίας Σεργκέι Ουρουσέφσκι και Αλεξάντερ Καλτσάτι, σε εποχές που η steadycam ήταν άγνωστη λέξη, εκπληκτική και η ισορροπία του Καλατόζοφ ανάμεσα στον ρωσικό ιδεαλισμό και τον δυτικό ρεαλισμό, αυτή ακριβώς που την καταδίκασε στη λήθη για τρεις σχεδόν δεκαετίες.