Η Λόλα (Αριάδνα Γκιλ) είναι καθηγήτρια και συγγραφέας. Τη ζωή της κυβερνά το χάος, παρουσιάζεται αποδιοργανωμένη και ατσούμπαλη. Ταυτίζεται με την ιδέα που έχουμε για τους αλλοπρόσαλλους συγγραφείς, τους θαμμένους κάτω από τόνους σημειώσεων και βιβλίων. Η Λόλα ωστόσο έχει χάσει τη συγγραφική της φλόγα. Εχει εξορίσει εαυτόν στην τάφρο των ατάλαντων συγγραφέων και μαραζώνει ως καθηγήτρια με μεγάλα όνειρα και ανύπαρκτα κότσια.
Σαν από μηχανής Θεός παρουσιάζεται στο διάβα της μια πληροφορία για τις τελευταίες μέρες του ισπανικού εμφυλίου, σχετικά με τον διάσημο εθνικιστή φαλαγγίτη Ράφαελ Σάντσεζ Μάθας (Ραμόν Φοντσερέ) ο οποίος δραπέτευσε μυστηριωδώς από μία ομαδική εκτέλεση. Σε μια ιστορία που εξελίσσεται σχεδόν παραμυθιακά, η Λόλα φτάνει μέχρι τα άκρα για να αναζητήσει τον στρατιώτη που χάρισε στον Μάθας τη ζωή του. Αντ’ αυτού, ανακαλύπτει το χαμένο της πάθος για τη συγγραφή και έναν υγιή ερωτισμό που κρύβεται σε απροσδόκητες τοποθεσίες.
Στην πορεία, η Λόλα συνδιαλέγεται με διάφορους χαρακτήρες, αλλά η σχέση τους δεν πείθει να ξεπερνά το πρώτο επίπεδο οικειότητας και την ανώτερη στρώση της επιδερμίδας. Γνωρίζει μια χαρτορίχτρα, την Κόντσι (Μαρία Μπότο), με την οποία η πρώτη της κρούση είναι κάθε άλλο παρά φιλική, αλλά η σχέση τους εξελίσσεται απρόσμενα - τόσο για την ίδια τη Λόλα, όσο και για εμάς. Αναζητά επίσης καταφύγιο αλλά και πληροφορίες από έναν νεαρό μαθητή της, τον Γκαστόν (Ντιέγκο Λούνα), ο οποίος αποδεικνύεται κομβικός για την εξέλιξη της δράσης.
Ολες οι σχέσεις της πρωταγωνίστριας σε αυτήν την ταινία παρουσιάζονται στην καλύτερη ως ημιτελείς. Δεν υπάρχει καμία απολύτως κατάληξη σε αυτές και αυτό φαίνεται να είναι μια σκηνοθετική απόφαση. Ισως αποτελεί ένα σχόλιο σχετικό με την αβεβαιότητα του πολέμου, ο οποίος μας αφήνει, αν είμαστε τυχεροί, μετέωρους - κι αν είμαστε λιγότερο τυχεροί, νεκρούς.
Η ταινία εξελίσσεται ως μια ενδελεχής έρευνα. Ο σκηνοθέτης δεν κάνει μάλιστα εκπτώσεις στο θέμα αυτό: η έρευνα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του φιλμ. Ειδικά στο πρώτο μισό, ακολουθείται πιστά η μεθοδολογία της έρευνας, παρουσιάζονται όλα τα πιθανά εμπόδια και τονίζεται η ανάγκη να υπάρχει ισχυρό κίνητρο από την πλευρά του ερευνητή. Η διαδικασία παρουσιάζεται ως ένα αδιάκοπο γαϊτανάκι. Η Λόλα πηγαινοέρχεται από πηγή σε πηγή σαν μπαλάκι του τένις, και οι συνεχείς αναποδιές δίνουν έναν οριακά κωμικό τόνο.
Αν ο θεατής καταφέρει να προσπεράσει το ερευνητικό πεδίο το οποίο ενδελεχώς ναρκοθετήθηκε από τον σκηνοθέτη, θα καταλήξει στην καρδιά της ιστορικής μνήμης του ισπανικού εμφυλίου. Εκεί, σε μια σχεδόν συγκινητική στιγμή, η Λόλα θα ακολουθήσει επιτέλους τα βήματα του Ράφαελ Σάντσεζ Μάθας, θα διασώσει την κληρονομιά του και μαζί το συγγραφικό της πάθος. Ειδικότερα, η ενασχόλησή της με το παρελθόν θα την βοηθήσει να διαφύγει από τον γενικευμένο λήθαργο στον οποίο είχε περιπέσει.
Παρά τα επιμέρους κακώς κείμενα, η ταινία είναι κατά τόπους απολαυστική. Καταπιάνεται με ένα βαρύ και δύσκολα προσεγγίσιμο ζήτημα αλλά κατορθώνει να το περιεργαστεί με επιτυχία, χωρίς να μας βυθίσει στον λήθαργο. Οταν δεν θυμίζει κακογυρισμένο εφηβικό ρομάντζο, παρουσιάζει εκλάμψεις σπουδαιότητας, οι οποίες δυστυχώς δεν είναι αρκετές για να τη διασώσουν από τη λήθη.