Αμερική, 1946. Ο Αντι Ντουφρέν, ένας νέος, έξυπνος, φιλόδοξος τραπεζίτης, καταδικάζεται σε δις ισόβια για τη δολοφονία της γυναίκας του και του εραστή της - ένα έγκλημα που εκείνος αρνείται ότι διέπραξε. Οδηγείται στις φυλακές του Σόσανκ - εκεί όπου ένας διεφθαρμένος διευθυντής, ανελέητα βίαιοι φρουροί και οι μικροπαρέες αδίστακτων κατάδικων μπορούν να σου κάνουν τη ζωή μια κόλαση.
Ο Αντι παραμένει σιωπηλός, μυστηριώδης κι ακοινώνητος. Αποτελεί ένα αίνιγμα για τους υπόλοιπους - πώς περπατά στην αυλή νωχελικά, σαν να κάνει βόλτα, σαν να μην αγχώνεται για τίποτα; Σταδιακά γνωρίζεται με τον Ρεντ - έναν μεγαλύτερό του ισοβίτη, ο οποίος μάταια καταθέτει αιτήσεις αποφυλάκισης. Το σύστημα συνεχώς απορρίπτει τις βεβαιώσεις του ότι έχει σωφρονηστεί. Μέσα στις δεκαετίες που περνάει εκεί μέσα έχει γίνει ο μεσολαβητής με τον έξω κόσμο: έχει τους τρόπους του να σου βρίσκει αυτό που θες - τσιγάρα, μπέρμπον, ή ένα πόστερ της Ρίτα Χέιγουορθ από την «Gilda» που παίζει τα βράδια στο κυλικείο των φυλακών και στις ονειρώξεις των φυλακισμένων. Αυτό το πόστερ ζητά ο Αντι από τον Ρεντ, μαζί με ένα γεωλογικό, μικρό σφυράκι - ειδικό για τους συλλέκτες πετρωμάτων, το μόνο χόμπι που μπορεί να συνεχίσει εκεί μέσα.
Η φιλία τους εδραιώνεται με τα χρόνια, γίνονται αχώριστοι, κερδίζουν την εμπιστοσύνη, την εκτίμηση και το νοιάξιμο του ενός για τον άλλον. Μέχρι που μια ανατροπή θα τους χωρίσει. Ή, μάλλον, θα ανοίξει ένα παράθυρο στην ελπίδα, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια - αξίες που ο Ρεντ έχει θάψει βαθιά μέσα του και ξεχάσει, για να μπορέσει να επιβιώσει. Στη φυλακή, η ελπίδα είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα. Ομως ο Αντι έχει αφήσει ανεξίτηλο το άγγιγμά του: «Oλα είναι μια απόφαση: ή επιμένεις να ζήσεις, ή αφήνεσαι να πεθάνεις».
Ο Φρανκ Ντάραμποντ γράφει και σκηνοθετεί, μεταφέροντας το ομότιτλο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ με έναν τρόπο που το απογειώνει πολύ πιο πάνω από την ίδια την πλοκή του, εκτός των εγκλωβιστικών ορίων ενός θρίλερ-φυλακής, πέρα από την ένταση, την αγωνία και σασπένς. Αντιθέτως, κρατά τους ρυθμούς αργούς. Σε αφήνει για πάρα πολλή ώρα να παρατηρείς τους χαρακτήρες, να εδραιώνεις τη θέση σου ανάμεσα στα τραπέζια του συσσίτιου, τις μπάρες των κελιών, τα πηγαδάκια στο προαύλιο.
Γιατί ο σκοπός του Ντάραμποντ δεν είναι να εξαργυρώσει τη δράση, ούτε το τρομακτικό σύμπαν της ταινίας. Θα καδράρει με συμμετρική γεωμετρία τους χώρους (δημιουργώντας συνεχείς «τρύπες», παράθυρα μέσα από τα οποία κοιτάς τους ήρωες), θα επιτρέψει στον Ρότζερ Ντίκινς να ρίξει βαριές τις σκιές του στα κελιά και τα πρόσωπα, θα παίξει με τους ήχους που σε κλειδώνουν στο μαυσωλείο της φυλακής. Ομως θα αρνηθεί τον πειρασμό των εύκολων κοντινών - δε θα σου δείξει καν τη σοκαριστική, ιδρυματοποιημένη βία, θα κρατάει την κάμερα σε απόσταση, θα αφήνει το θύμα εκτός κάδρου.
Παρόλο που το 1994 η ταινία ήταν μία εμπορική αποτυχία (πολύ κακός τίτλος, μεγάλη διάρκεια, ένα genre που απωθούσε το γυναικείο κοινό), το τέλος της χρονιάς τη βρήκε με 7 υποψηφιότητες για Οσκαρ και ένα απροσδόκητο σουξέ στις ενοικιάσεις των βίντεο κλαμπ. Το κοινό τη σνόμπαρε στην αίθουσα, αλλά τη λάτρεψε στη μικρή οθόνη - φέρνοντάς την στο Νο1 των πιο αγαπημένων ταινιών (στη λίστα των ΤΟΡ 250 του IMDB) κι από τότε την κρατά σταθερά στην πεντάδα.
Κι ο λόγος που αγαπήθηκε τόσο είναι γιατί ο Ντάραμποντ διασκεύασε τον Κινγκ με τον τρόπο που, λίγα χρόνια πριν, το είχε κάνει και ο Ρομπ Ράινερ με το «Στάσου Πλάι μου». Επιδίωξε η σκοτεινή ιστορία να μην είναι η καρδιά της ταινίας. Θέλησε η ελπίδα να βρει τρόπο να δραπετεύσει, να θριαμβεύσει το δίκαιο, το ανθρώπινο πνεύμα, η φιλία που διαμόρφωσαν οι ήρωες σε αντίξοοες συνθήκες. Γι' αυτό κι οι αργοί ρυθμοί της αρχής - ο Ντάραμποντ σε κάνει μέλος μιας οικογένειας.
Σε αυτό συντελούν και οι δύο πρωταγωνιστές. Ο Τιμ Ρόμπινς παραδίδει την πιο υπόκωφα αριστοτεχνική ερμηνεία της καριέρας του - λιγομίλητος, πράος, με γοητευτική εσωτερικότητα και σπίθα στο βλέμμα. Κι όσο εκείνος παραμένει ένα αίνιγμα, ο Μόργκαν Φρίμαν γίνεται κοινωνός μας, ο παρατηρητής μας, η ζεστή, μελαγχολική, στιβαρή μας γέφυρα με την πραγματικότητα. Τη σοφή φωνή του ακούμε στα αυτιά μας, την απογοήτευσή του κουβαλάμε στην ψυχή μας.
Η χημεία ανάμεσά τους είναι μαγική - έχει τη δύναμη να μάς αποπλανήσει κι από τις σεναριακές τρύπες, ή τις στιγμές που οι υπαρξιακές φιλοσοφικές ατάκες αγγίζουν τον μελοδραματισμό.
Και ίσως, κατά βάθος, έχουμε ανάγκη και από έναν κάποιο μελοδραματισμό. Την απροσδόκητη νίκη του συναισθήματος απέναντι στον κραταιό κυνισμό. Να τιμωρηθούν οι πραγματικά ένοχοι. Να δικαιωθούν οι φίλοι. Να ανοίξει ένα παράθυρο στον ήλιο, ή την καταρρακτώδη βροχή που σου ζωντανεύει ξανά το πρόσωπο.