Δεύτερο μέρος μιας ανεπίσημης τριλογίας που ξεκινάει με την «Ωρα του Λύκου» και ολοκληρώνεται με το «Πάθος», και οι τρεις με πρωταγωνιστές τους Λιλ Ούλμαν και Μαξ Φον Σίντοφ, η «Ντροπή» μοιάζει με απρόσμενη «παραφωνία» στην γνώριμη εσωτερική ενδοσκόπηση των ηρώων του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, καθώς για μοναδική ίσως φορά στο έργο του ο άνθρωπος βρίσκεται τόσο στο έλεος εξωγενών παραγόντων, εδώ ενός πολέμου που θα απειλήσει κάθε ίχνος αγάπης, ανθρωπιάς και ελπίδας.

Βρισκόμαστε στο 1968, ο Πόλεμος στο Βιετνάμ συνεχίζει να συνταράσσει τον πλανήτη και ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν νιώθει πως πρέπει να πάρει θέση, κάνοντας μια ταινία για δύο ανθρώπους… που δεν παίρνουν θέση.

Απομονωμένοι σε ένα σουηδικό νησί, δύο πρώην μουσικοί της φιλαρμονικής, η Εύα και ο Γιάν ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους καθώς γύρω τους μαίνεται ένας εμφύλιος πόλεμος. Δεν ξέρουν πολλά για το τι ακριβώς συμβαίνει, οι πληροφορίες είναι ελάχιστες, το ραδιόφωνό τους είναι διαρκώς χαλασμένο και το τηλέφωνο που πληρώνουν ευλαβικά κάθε μήνα δεν λειτουργεί σχεδόν ποτέ. Δεν καταλαβαίνουν πολλά. Η κατάσταση όμως τους έχει διαλύσει. Ο Γιάν ξεσπάει σε κρίσεις ευαισθησίας, η Εύα προσπαθεί να προγραμματίσει το μέλλον τους, οι βόμβες σκάνε γύρω τους, πάνω τους, μέσα τους.

Κάθε φορά που καταρρέουν προσπαθούν να κρατηθούν από τη σχέση τους. Ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν. Απομακρύνονται, πλησιάζουν ξανά ο ένας τον άλλον, αγγίζονται σαν παιδιά που μόλις έχουν ερωτευτεί, τολμούν να ονειρευτούν, μονολογούν σαν ο συνομιλητής τους που βρίσκεται μπροστά στα μάτια τους να είναι απών. Οταν θα συλληφθούν, θα κατηγορηθούν ως υποστηρικτές της μίας πλευράς και θα βασανιστούν, θα βυθιστούν ακόμη περισσότερο σε μια αποτρόπαια δίνη. Θα αρχίσουν να χάνουν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους, θα εγκλωβιστούν σε έναν παραλογισμό επιβίωσης και τίποτα πια δεν θα θυμίζει αυτό που αναγνώριζαν ως εαυτούς τους. Η Τέχνη, κομματιασμένη πια από τη βία, είναι ανήμπορη να κάνει τον φόβο λογική.

Από κεκτημένη - και δικαιολογημένη μέσα σε μια φιλμογραφία που βρίθει αναλύσεων - ταχύτητα, η «Ντροπή» διαβάζεται οργανικά μέσα στο έργο του Σουηδού δημιουργού ως ακόμη μια παραβολή πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, στους δαίμονες που στοιχειώνουν το παρελθόν και το παρόν των ηρώων του, στο σημείο μηδέν μιας αναζήτησης που διανοητικά και ψυχαναλυτικά οφείλει να αναζητήσει τις απαντήσεις προς δύο κατευθύνσεις: βαθιά μέσα στον άνθρωπο ή ψηλά στην ύπαρξη του Θεού. Η ιδιομορφία της, όμως, ως αταίριαστο (και με τον τρόπο της αναπόσπαστο) κομμάτι της φιλμογραφίας του Ινγμκαρ Μπέργκμαν, είναι ότι η «Ντροπή» λειτουργεί και ως μια ταινία δράσης, ένα θρίλερ επιβίωσης, μια ταινία πιο γραμμικά αφηγηματική από οτιδήποτε επιχειρούσε εκείνη την εποχή ο δημιουργός της, σχεδόν ένα ρέκβιεμ που ο Μπέργκμαν αφιερώνει σε όλα τα πολύτιμα που κινδυνεύουν να χαθούν μπροστά στον οδοστρωτήρα της μισαλλοδοξίας: ένα μουσικό - κουτί κειμήλιο της γιαγιάς, ένα ποτήρι ακριβό κρασί, ένα μουσικό όργανο, ένα πικ-νικ μέσα στα χαρακώματα, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Χωρίς να χάνει ποτέ το κέντρο του - την Εύα και τον Γιάν - ο Μπέργκμαν στροβιλίζεται γύρω από το πρωταγωνιστικό του ζευγάρι με τον τρόπο που κάποιος θα έκανε μια ταινία για το τέλος (ή την αρχή;) του κόσμου για δύο αρχετυπικούς πρωτόπλαστους. Και ενορχηστρώνει παραπάνω από πειστικά απαιτητικές σκηνές μάχης που συμβαίνουν λες μόνο σε αυτούς - σε μια μοντέρνα (αισθητικά αλλά κυρίως ρυθμικά) ταινία που ακολουθεί την εξέλιξη των ηρώων του καθώς αυτοί αρχίζουν να χάνουν όχι μόνο το χαμόγελο ή τη μικρή σπίθα στο βλέμμα που τους έχει απομείνει, αλλά και μεγάλα κομμάτια ανθρωπιάς σε μια αποξενωτικά εξουθενωτική διαδρομή μέχρι το συνταρακτικό φινάλε. Ο θεατής τους ακολουθεί, καθώς αναρωτιέται για την τύχη τους, καθώς η φρίκη του πολέμου γίνεται μια μέγγενη μεγαλύτερη από οποιαδήποτε λογική εξήγηση, καθώς η Λιβ Ούλμαν και ο Μαξ τον Σίντοφ, σαν μικρά γυμνά παιδιά στην αρχή της ταινίας μοιάζουν πλέον στο φινάλε να κουβαλάνε πάνω στο σκοτεινό βλέμμα τους την ντροπή όλου του κόσμου.

Αινιγματικός τίτλος σε μια όχι αινιγματική ταινία, η «Ντροπή» δεν είναι σίγουρο ότι αναφέρεται σε αυτό που νιώθουν οι ήρωες για τον εαυτό τους, αλλά περισσότερο σε αυτό που οφείλουν να νιώσουν όλοι όσοι απαιτούν από την Εύα και τον Γιάν να πάρουν θέση, όταν αυτοί επιθυμούν η δική τους θέση να είναι πιο πολιτική και καθοριστική από οποιαδήποτε άλλη: να είναι αυτή δίπλα στον άνθρωπο - θύμα του πολέμου. Η σκέψη πως η ντροπή απευθύνεται στο Θεό από τον ίδιο τον άνθρωπο, επίσης δεν μπορεί να αποκλειστεί ως μια συνέχεια της ανοιχτής συνομιλίας του Μπέργκμαν με τον… Δημιουργό, εδώ τελικά σε μια ευθεία μάταια επίκληση της παρέμβασής Του.

Σαν ένας εφιάλτης, μέσα στον οποίο η Εύα και ο Γιάν πρωταγωνιστούν ερήμην (θα το αναρωτηθεί ξεκάθαρα η Εύα σε μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές της ταινίας: «Και τι θα γίνει αν αυτός που ονειρεύεται ξυπνήσει και νιώσει ντροπή;»), η «Ντροπή» ξεκινάει με την αφήγηση ενός ονείρου του Γιαν και τελειώνει με την αφήγηση ενός ονείρου της Εύας. Εκεί στο τέλος, σε μια από τις πιο «αποκαλυπτικές» εικόνες σε όλη τη φιλμογραφία του Μπέργκμαν, η Εύα θα περιγράψει ένα όνειρο για έναν κήπο με τριαντάφυλλα που θα πιάσουν φωτιά μετά από την επίθεση ενός αεροπλάνου. «Δεν ήταν όμως και τόσο φρικτό, επειδή ήταν πολύ ωραίο», θα συνοψίσει με αποκαρδιωτική ειλικρίνεια, κλείνοντας σε μια φράση μόνο φαινομενικά συβιλλική όχι μόνο μια σύνοψη όλης της φιλμογραφία του Μπέργκμαν αλλά κυρίως όλη την αλήθεια γύρω από την παράδοξη ομορφιά που κι όμως κρύβει κάθε μικρός ή μεγάλος Αρμαγεδδώνας.