Το 2009, ο Μαζιάρ Μπαχάρι, ένας Ιρανoκαναδός δημοσιογράφος που ζει στο Λονδίνο κι εργάζεται για το «Newsweek», επιστρέφει στη χώρα του για να καλύψει τις εκλογές. Παραμονές της ψηφοφορίας που ανέδειξε (με νοθεία) Πρόεδρο τον βαθιά συντηρητικό Μαχμούτ Αχμεντινετζάντ, ο Μπαχάρι δίνει μία συνέντευξη στη σατιρική αμερικανική εκπομπή «The Daily Show», όπου απαντά χιουμοριστικά στην -ίδιου ύφους- ερώτηση «αν είναι κατάσκοπος». Αυτή η συνέντευξη, σε συνδυασμό με τη δημοσιογραφική του δράση και καταγραφή των βίαιων διαδηλώσεων μετά την άδικη έκβαση των εκλογών, στρέφει το καθεστώς εναντίον του και τον στοχοποιεί. Ο Μπαχάρι συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και βασανίζεται για 118 μέρες. Το κωδικό όνομα του βασανιστή του: «Rosewater».
Ο ευφυής παρουσιαστής του «The Daily Show», Τζον Στιούαρτ, ένας σατιρικός κωμικός που επί 16 χρόνια κοιτά την πολυσύνθετη αμερικανική και διεθνή επικαιρότητα με πολύ πιο οξυδερκές, ευκρινές και ακριβοδίκαιο βλέμμα από πολιτικούς δημοσιογράφους, τολμά το σεναριακό και σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Και δε θα μπορούσε να επιλέξει διαφορετικό θέμα από αυτό το ιστορικό γεγονός, που άλλωστε προκλήθηκε από τη δική του εκπομπή. Βασισμένος στην best seller αυτοβιογραφία του Μπαχάρι («Then They Came for Me»), επιχειρεί να καταγράψει τον εφιάλτη και την παράνοια - όχι μόνο της προσωπικής ιστορίας του νεαρού δημοσιογράφου, αλλά γενικότερα της κουλτούρας του φασισμού. Ο Στιούαρτ προσπαθεί να εξερευνήσει το τρομαχτικό παράλογο της ανελευθερίας - πώς όταν εκπνέει η δημοκρατία, αποχαιρετάμε όχι απλά την ασφάλεια, αλλά και την κοινή λογική. Φασίστες μπαίνουν στο σπίτι σου και βρίσκουν αποδείξεις αντιπατριωτισμού, συνωμοσίας και ενοχής σου σε ταινίες του Παζολίνι, δίσκους του Λέοναρντ Κοέν κι ένα περιοδικό με εξώφυλλο την Μέγκαν Φοξ. Σε καταδικάζουν ως κατάσκοπο, λόγω μίας σατιρικής τηλεοπτικής εκπομπής. Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τραγικό.
Οι προθέσεις του Στιούαρτ είναι κάτι παραπάνω από καλές. Αλλωστε είναι γνωστό ότι στο «Daily Show» όλοι βρίσκονται ισότιμα κάτω από το μικροσκόπιο της φλεγματικής χιουμοριστικής κριτικής του: αν και δηλωμένος Δημοκρατικός, έχει ξετινάξει σε συνεντεύξεις του μέλη της κυβέρνησης Ομπάμα. Αν και Αμερικανός, έχει ξεσκίσει τον κακώς εννοούμενο πατριωτισμό της χώρας του. Αν και Εβραίος από το Νιου Τζέρσεϊ, δεν έχει μπει ποτέ στον πειρασμό (ίσα ίσα έχει κατακεραυνώσει όσους το κάνουν) να παρουσιάσει το Ισλάμ ως ένα σκοτεινό σύμπαν τρομοκρατίας - αντίθετα έχει στραφεί κατά του Ισραήλ. Δεν έχει πάρει παρά αυστηρή στάση απέναντι στην Αμερικανική Κυβέρνηση και το ρόλο της στην εύφλεκτη ανισορροπία στην Μέση Ανατολή. Οπότε δεν περιμέναμε από αυτόν κάτι μονόπλευρο, αφελές, κλισέ ή κακόβουλο.
Κι όμως. Η απειρία του στο να κρατήσει τα χρήσιμα σ' ένα κινηματογραφικό σενάριο και να πετάξει τα περιττά, ο σκηνοθετικός του ρομαντισμός που ήθελε λυρικά δρώμενα να επεμβαίνουν στο ρεαλισμό, η πολιτική του πεποίθηση να παρουσιαστεί ο φασισμός ως η ιδεολογία των ανδρείκελων, όλα συντέλεσαν στο να παρακολουθούμε ένα πολιτικό δράμα που ακροβατώντας με τη σοβαροφάνεια, την ευκολία στη σκιαγράφηση του Καλού-Κακού, την κλισεδιάρικη κορύφωση και κάθαρση, καταλήγει σε απλοϊκή ταινία-καταγγελίας. Πάνω από όλα, η ταινία είναι άνιση και άνευρη - μία συγκλονιστική αληθινή ιστορία που κινηματογραφικά δεν σε πιάνει ποτέ από το στομάχι. Δεν έχει καμία, έστω φευγαλέα, κλεφτή στιγμή πραγματικής συγκίνησης και ουσιαστικής πολιτικής τομής.
Μοιάζει σαν ο Στιούαρτ να έχασε το χιούμορ του που του δίνει την πλατφόρμα να μιλήσει για τα σοβαρότερα αυτού του κόσμου. Να έχασε την ομάδα της εκπομπής του, αυτό το συγκλονιστικό team δημοσιογράφων που με την πολυφωνία τους βγάζουν το σωστό απόσταγμα άποψης και βιτριολικής γλώσσας. Εμεινε με το πάθος των απόψεών του, αλλά χωρίς τα εργαλεία να το αποδώσει σωστά σε μια μεγάλη οθόνη. Τι κρίμα.
Ειρωνικά απόψε, Πέμπτη 6 Αυγούστου, ο Στιούαρτ αποχαιρετά την τηλεόραση και το «Daily Show» - 16 χρόνια μετά την πρώτη του εκπομπή. Η σκεπτόμενη Αμερική και το ευρύτερο διεθνές φανατικό κοινό του θρηνούν: από ποιον θα ακούμε πια τις ειδήσεις, έτσι ακριβώς όπως πρέπει - με αδέκαστο κριτήριο και καυστική άποψη και δαιμονισμένο ταλέντο; Μακάρι να μπορούσαμε να πούμε τα ίδια και για το κινηματογραφικό του ντεμπούτο.