Για να τον εκδικηθούν για τις χονδρές φάρσες του, οι τρεις φίλοι και συνάδελφοι τουΣέρτζιο, μεροκαματιάρη εργάτη οικοδομών, πλαστογραφούν ένα λαχείο και τονκάνουν να πιστέψει ένα πρωί πως κέρδισε το τζάκποτ των 6 εκατομμυρίων Ευρώ!Αμέσως, ο Σέρτζιο χωρίζει τη γυναίκα του και πείθει την ερωμένη του, Σαμπρίνα, μια50άρα επίδοξη τραγουδίστρια που ζει στην προστασία ενός ταβερνιάρη, να τονακολουθήσει.
Θα πρέπει, όμως, να πάρουν μαζί και όλη τους την οικογένεια. Ο Σέρτζιο τηγκρινιάρα και φυγόπονη μαμά του, τη χαλαρών ηθών κόρη του και τον αγνώστουπατρός εγγονό του, η Σαμπρίνα τα δύο ανήλικα, μάλλον καλομαθημένα παιδιά της.Προορισμός, η Νότια Ιταλία. Ολοι τους νομίζουν πως είναι βαθύπλουτοι, εκτός απότον Σέρτζιο που έχει στο μεταξύ μάθει πως δεν υπάρχει φράγκο. Είναι όμως πολύαργά. Το ταξίδι ξεκινά, και κανείς εκτός από τη Σαμπρίνα δε γνωρίζει την αλήθεια.Κάτι που το ζεύγος θα προσπαθήσει πάση θυσία να κρύψει από την εκτεταμένηφαμίλια με διάφορα κόλπα.
Από τα οποία κανένα δεν είναι τόσο «γκρόσο» όσο θα ήθελαν να πιστεύουν οισυντελεστές της προχειροστημένης αυτής φάρσας, ούτε καν εκείνο στο δεύτερο μισότου φιλμ, όταν οι «κατά φαντασίαν πλούσιοι» (πρωτότυπος τίτλος), εγκατεστημένοιπροσωρινά σε μια υπό πώληση έπαυλη ως οικονόμοι, παριστάνουν τους καμπόσουςστο μεγιστάνα γείτονα για να τον πείσουν να κάνει μια οικοδομική επένδυση.
Είναι βεβιασμένα αστειάκια και περιττές χοντράδες για να προχωρά όπως-όπως ηδράση, πριν όλοι αναμενόμενα πάρουν το μάθημά τους από το πάθημά τους. Κιεμείς οι θεατές το δικό μας: πως όσο η σημερινή κακομοιριά αδυνατεί να συγκριθεί μετη μεταπολεμική, είναι μάλλον απίθανο να εκσυγχρονιστεί καίρια η κλασική ιταλικήφάρσα του loser και να μετουσιωθεί ο κλέψας του κλέψαντος του τότε σε κάποιονπου να εκπέμπει αυθεντικό γέλιο και συγκίνηση.