Eνας νευροεπιστήμονας χάνει ξαφνικά την οικογένεια του σε ένα αυτοκινητιστικόδυστύχημα. Αποφασίζει να κάνει τα πάντα για να τους φέρει πίσω ακόμα και αν αυτό σημαίνει να παραβιάσει ένα υπερσύγχρονο κυβερνητικό εργαστήριο ερευνών, να έρθει αντιμέτωπος με την αστυνομία αλλά και με τους ίδιους τους νόμους της φυσικής επιστήμης.
Καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους της νέας ταινίας του Τζέφρι Ναχμάνοφ «Πιστό Αντίγραφο, κι έχοντας ζήσει μερικές από τις δυο πιο βασανιστικές ώρες της ζωής σου, το μόνο πράγμα που μπορείς να σκεφτείς είναι ποιος νοήμων άνθρωπος, έχοντας κάτσει και διαβάσει το σενάριο αυτό, θεώρησε πως όχι μόνο μπορεί να γίνει μια καλή ταινία αλλά και μια εισπρακτική επιτυχία.
Γιατί τίποτα από ό,τι συμβαίνει κατά την διάρκεια της (ο Θεός να την κάνει) ταινίας επιστημονικής φαντασίας όχι απλά δεν βγάζει νόημα, αλλά ξεφεύγει απολύτως από τα πλαίσια της λογικής, ξεπερνάει και την ίδια ακόμα την φαντασία, και βρίσκεται μόνο του σε ένα μέρος κενό από κάθε τι διασκεδαστικό.
Ηδη από την αρχή της ταινίας ο Ναχμάνοφ και ο σεναριογράφος του, Τσαντ Σεντ Τζον, ο οποίος μας έχει δώσει και άλλα μικρά «διαμαντάκια» όπως τα σενάρια του «Peppermint» και «Το Λονδίνο Επεσε», δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για τι ιστορία θέλουν να πουν, αλλά και πώς να την προσεγγίσουν. Ξεκινάει λες και βρισκόμαστε σε κάποιο δυστοπικό μέλλον όπου οι συνειδήσεις των ανθρώπων περνάνε σε μεταλλικά ρομπότ, ενώ γρήγορα μετατρέπεται σε θρίλερ για να ξεχαστεί γρήγορα και να μεταλλαχθεί σε μια ταινία επιστημονικής φαντασίας πριν γίνει ταινία δράσης.
Μέσα σε όλο αυτό τον μικρό χαμό, το σενάριο παραγεμίζει από υποπλοκές που όχι μόνο ποτέ δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για την κυρίως πλοκή αλλά γρήγορα παραμερίζονται για να δώσουν την θέση τους σε κάποια άλλη. Ετσι καταλήγουμε με ένα σενάριο γεμάτο τρύπες και μισοτελειωμένες ιστορίες και χαρακτήρες που συμπεριφέρονται τόσο παράλογα που σε κάνει να πιστεύεις πως δεν είναι πραγματικοί άνθρωποι. Πολύ πριν το πιο γελοίο φινάλε που θα δεις φέτος (και ακόμα βρισκόμαστε στην αρχή της χρόνιας) έχει πάψει πια να σε ενδιαφέρει ό,τι βλέπεις.
Το κερασάκι σε αυτή την άνοστη και πικρή τούρτα έρχεται με τον Κιάνου Ρίβς, σε έναν ρόλο που μέχρι προτινός σε έκανε να πιστεύεις πως τον είχες δει ήδη να παίζει όσο πιο χάλια και ανέκφραστα μπορεί, μέχρι τελικά που τον παρακολουθείς εδώ. Η ερμηνεία του προκαλεί ίσως τα πιο άβολα και αυθόρμητα γέλια. Είτε πεθαίνει η οικογένειά του είτε καταφέρνει να βρει την ίδια την πηγή της ζωής, για τον Ριβς είναι ακριβώς το ένα και το αυτό, και τα αντιμετωπίζει με την ίδια ακριβώς έκφραση στο πρόσωπό του.
Δυστυχώς, το «Πιστό Αντίγραφο» δεν γίνεται ποτέ τόσο κακό ώστε να είναι διασκεδαστικό. Θα μπορούσε ίσως να αποκτήσει ένα κάποιο cult status μεταμεσονύχτιων προβολών, απλά και μόνο επειδή το μόνο που θέλεις να κάνεις βγαίνοντας από την αίθουσα είναι λοβοτομή. Και αυτό είναι το χειρότερο συναίσθημα που μπορεί να σου προκαλέσει μια ταινία.