Η αλήθεια είναι πως μας είχε λείψει να βλέπουμε την Τζένιφερ Γκάρνερ να πρωταγωνιστεί σε μια action περιπέτεια. Και όταν αυτό τελικά συμβαίνει τώρα, 12 χρόνια μετά το τελευταίο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «Alias», στην οποία πρωταγωνίστησε ως Σίντεϊ Μπρίστοου και έγινε τόσο γνωστή και αγαπητή στο ευρύτερο κοινό ως μια από τις πιο δυναμικές action ηρωίδες της τηλεόρασης, περιμένεις μια αρκετά δυναμική επιστροφή.
Το «Peppermint» την αδικεί με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.
Η νέα ταινία του Πιερ Μορέλ, ο οποίος έγινε γνωστός ως ο σκηνοθέτης της επιτυχίας με πρωταγωνιστή τον Λιαμ Νίσον, «Αρπαγή», μπορεί με άνεση κάποιος να την χαρακτηρίσει ως ένα κακέκτυπο του σχετικά πρόσφατου «Death Wish» με τον Μπρους Γουίλις. Και αν εκείνη η ταινία ήταν πραγματικά κακή, τότε αυτό λέει αρκετά για το «Peppermint». Κι όχι μόνο γιατί πρόκειται για άλλη μια ταινία εκδίκησης που οπλίζει τα χέρια ενός ακόμη… «ενάρετου» τιμωρού, δικαιολογώντας και ηρωοποιώντας τις πράξεις του, αλλά κυρίως γιατί όλη αυτή η βία δεν έχει κανένα απολύτως αντίκρισμα.
Και όλα αυτά καμουφλαρισμένα με ένα είδος παρωχημένου στιλιζαρίσματος και ανούσιων σκηνών δράσης, στις οποίες μπορεί ναι μεν οι σφαίρες να πέφτουν βροχή και το ξυλίκι να είναι άφθονο, αλλά το μόνο που προκαλούν είναι αμέτρητα χασμουρητά παρά μια έκρηξη αδρεναλίνης. Ο Μορέλ, μπορεί να μας είχε δώσει κάποιες αξιόλογες ταινίες δράσης στο παρελθόν, αλλά εδώ μοιάζει σαν να παλεύει πίσω από τις κάμερες να κρατήσει όρθια μια ταινία που δείχνει καταδικασμένη να αποτύχει από την αρχή. Δεν ξέρει να στήνει τις σκηνές δράσης, άλλα ούτε να βγάζει κάποιο συναίσθημα από τους ηθοποιούς του. Οταν, από ένα σημείο και μετά, ο Μορέλ παύει να ενδιαφέρεται και να μην παίρνει στα σοβαρά τίποτα, όλα δείχνουν να καταρρέουν, σαν ένα κακοστημένο ανέκδοτο.
Με ένα τόσο… τριτοδεύτερο σενάριο, το οποίο πνίγεται σε μια θάλασσα από κλισέ, και μια ιστορία που όχι μόνο δείχνει αδιάφορη αλλά και προσβλητική, όσον αφορά σε θέματα ρατσισμού, η ταινία αναλώνεται στη μία σεναριακή τρύπα πίσω από την άλλη, δημιουργώντας τόσες ευκαιριακές ευκολίες στην ιστορία του για χάρη της δράσης - ακόμα και η κοινή λογική φαίνεται να έχει πεταχτεί από το παράθυρο. Μόνο η Γκάρνερ είναι η μόνη που δίνει ένα κάποιο νόημα σε όλο αυτό το μπάχαλο η οποία, κρατώντας γερά την ταινία από το μην ξεφύγει τελείως, ακόμα και αν ο χάρτινος χαρακτήρας της δεν έχει καμία ελπίδα βελτίωσης, η ίδια τα δίνει όλα. Διασκεδάζει και με το παραπάνω κάθε μπουνιά, κάθε πάτημα της σκανδάλης, σαν να χάρηκε που επέστρεψε πίσω στη δράση.
Το «Peppermint» θέλει να είναι κάτι ανάμεσα σε «Αρπαγή» και «Death Wish». Οχι μόνο αποτυγχάνει να λειτουργήσει ως μια ιστορία εκδίκησης ή ως μια αστυνομική ταινία δράσης, αλλά ταυτόχρονα δείχνει και αρκετά φθηνό. Η Τζένιφερ Γκάρνερ αξίζει κάτι καλύτερο από όλο αυτό.