Ο Δρ. Πολ Κέρσεϊ εργάζεται ως χειρουργός στα επείγοντα περιστατικά, φροντίζοντας συχνά τα θύματα της αυξανόμενης εγκληματικότητας της πόλης. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί, όμως, ότι θα ερχόταν η μέρα που τα θύματα αυτά θα ήταν η δική του οικογένεια, μετά τη θανάσιμη επίθεση που δέχονται η γυναίκα του και η ενήλικη κόρη του μέσα στο σπίτι τους. Με την αστυνομία να αδυνατεί να ανταποκριθεί στον αριθμό των βίαιων περιστατικών, ο Πολ ανακουφίζει τη δίψα του για εκδίκηση και απόδοση δικαιοσύνης, κυνηγώντας ο ίδιος τους ενόχους. Καθώς οι ανώνυμοι φόνοι εγκληματιών αρχίζουν να κυριαρχούν στα ΜΜΕ, ο κόσμος αναρωτιέται αν αυτός ο θανάσιμος εκδικητής είναι ένας φύλακας άγγελος… ή κάτι πολύ πιο νοσηρό.

Ποιος θυμάται άραγε την ομότιτλη καλτ ταινία του 1974 με πρωταγωνιστή τον Τσαρλς Μπρόνσον σε έναν από τους πιο εμβληματικούς ρόλους του, και τον, άγνωστο τότε, Τζεφ Γκόλντμπλουμ στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση; Η ταινία, η οποία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Μπράιαν Γκάρφιλντ, με όρους action movie και γραφικής βίας, έθετε καίριες ερωτήσεις σχετικά με το θέμα της οπλοκατοχής αλλά και την επίπτωση της ίδιας της βίας τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.

Η ταινία σημείωσε μεγάλη επιτυχία την εποχή εκείνη, με αποτέλεσμα γυριστούν και τέσσερα σίκουελ (το ένα πιο αχρείαστο από το άλλο), αλλά αυτό που φαίνεται ότι πραγματικά της έλειπε ήταν ένα (ακόμη πιο αχρείαστο) ριμέικ. Κι ακριβώς εδώ έρχεται ο Ιλάι Ροθ για να βοηθήσει (ή το εντελώς αντίθετο) την κατάσταση, γυρίζοντας μια ταινία η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, έχει σαν σκοπό να προκαλέσει ενδιαφέροντες συζητήσεις γύρω από την οπλοκατοχή με τον ίδιο τρόπο που το «Τρέξε!» του Τζόρνταν Πιλ μίλησε αιχμηρά και ανορθόδοξα για τον ρατσισμό.

Το αποτέλεσμα, όμως, είναι διαμετρικά αντίθετο από ότι είχε ο Ροθ στο μυαλό του, πράγμα που δεν μπορούμε να φανταστούμε γιατί σε κάποιους μοιάζει περίεργο. Ο Ροθ αποφάσισε να αλλάξει τον τόνο και τους ρυθμούς του συγκεκριμένου άκρως συντηρητικού ριμέικ, κάνοντας τον πρωταγωνιστή από ένα βασανισμένο χαρακτήρα εξαιτίας του βιασμού και του φόνου της γυναίκας και της κόρης του, σε έναν «ενάρετο» τιμωρό του οποίου οι πράξεις δικαιολογούνται και μένουν ατιμώρητες μέχρι το φινάλε, ενώ προσεγγίζονται με τόσο λάθος τρόπο που σε κάνουν να αναρωτιέσαι.

Στην εποχή του Τραμπ (και έχει αυτό τη σημασία του, αν ο Ροθ φτιάχνει εδώ το δικό του «Τρέξε!») ο Ροθ μοιάζει να νομιμοποιεί την οπλοκατοχή, ως κάτι αναγκαίο στην ζωή ενός οικογενειάρχη που θέλει να προστατέψει την γυναίκα και τα παιδιά του από την «ζούγκλα» που υπάρχει εκεί έξω. Δεν τον ενδιαφέρει να ακουστεί και η αντίθετη γνώμη, την οποία αγγίζει τελείως επιδερμικά. Δεν δίνει στο κοινό του την πολυτέλεια να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα γύρω από τις πράξεις του χαρακτήρα του Μπρους Γουίλις. Δεν τον νοιάζει να ανοίξει κάποιο διάλογο γύρω από αυτές, ούτε τον νοιάζει να εξετάσει το όποιο ηθικό υπόβαθρο, αν υπάρχει.

Αλλά, ακόμα και αν κάποιος θέλει να αφήσει στην άκρη το παραπάνω θέμα και να επικεντρωθεί στη δράση και μόνο εκεί, πάλι θα απογοητευτεί. Η ταινία αργεί να πάρει μπρος, αλλά και όταν το κάνει όλα μοιάζουν υποτονικά, με τον Μπρους Γουίλις να μοιάζει ανίκανο πλέον να πείσει ότι παραμένει στα 62 του... πολύ σκληρός για να πεθάνει. Το κενό ανάμεσα στο δράμα και την ακόμη πιο βαρετή δράση γεμίζει με τα προσφιλή χαρακτηριστικά του δημιουργού του «Hostel» και του «Green Inferno»: αφθονο αίμα, κεφάλια που ανοίγουν στα δυο με μεγάλη ευκολία και μυαλά να πετάγονται παντού.

Το «Death Wish» είναι τόσο φτηνό όσο και οι προθέσεις του. Δεν λειτουργεί ούτε ως απενοχοποιημένο b-movie, ούτε ως μια χορταστική (ούτε ιδέα...) αστυνομική ταινία δράσης, πόσο μάλλον ως κάποιο κοινωνικό σχόλιο στο θέμα της οπλοκατοχής. Το μόνο που καταφέρνει να μετρήσει είναι ως άλλη μια προσθήκη στο σερί των κακών ταινιών του Μπρους Γουίλις. Αν αυτό είναι κάτι που έχει πια σημασία.