Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την Τζένιφερ Λόρενς ότι επαναπαύτηκε σε ασφαλείς επιλογές μετά το Όσκαρ Πρώτου Γυναικείου Ρόλου για τον «Οδηγό Αισιοδοξίας» και την εκτίναξη στην κορυφή του superstardom με την τετραλογία των «Hunger Games». Κανείς, από την άλλη, δεν μπορεί να πει πως οι επιλογές της τα τελευταία χρόνια ήταν απόλυτα επιτυχημένες.

Οι συνεργασίες με τον Ντέιβιντ Ο’ Ράσελ («Οδηγός Διαπλοκής», «Joy») ήταν κατώτερες των προσδοκιών, κι ας οδήγησαν αμφότερες σε νέες οσκαρικές υποψηφιότητες, και το «Passengers», για το οποίο αμείφθηκε με 20 εκατομύρια δολάρια, ήταν επιεικώς χαριτωμένο μέσα στο χάος του, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε για το (ας το θέσουμε ευγενικά) διχαστικό «μητέρα!», που την οδήγησε στην πρώτη της υποψηφιότητα για Χρυσό Βατόμουρο και σήμανε το άδοξο τέλος της σχέσης της με τον Ντάρεν Αρονόφσκι.

Το «Κόκκινο Σπουργίτι» είναι η τέταρτη συνεργασία της 28χρονης ηθοποιού με το σκηνοθέτη των τριών τελευταίων Hunger Games Φρανσις Λόρενς, ένα νέο τολμηρό και ριψοκίνδυνο στοίχημα, αλλά κι ένα ακόμη στραβοπάτημα.

Βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο και πρώτο μέρος της μυθιστορηματικής τριλογίας του πρώην πράκτορα της CIA Τζέισον Μάθιους, το Κόκκινο Σπουργίτι φιλοδοξεί να είναι η αρχή ενός νέου κινηματογραφικού franchise με κεντρική ηρωίδα την επικίνδυνη και σέξι Ρωσίδα κατάσκοπο Nτομινίκα Εγκόροβα. Η Ντομινίκα, πρίμα μπαλαρίνα στα Μπολσόι αρχικά και μία αφοσιωμένη κόρη, επιφορτισμένη με τη φροντίδα της βαριά άρρωστης μητέρας της, αναγκάζεται μετά από έναν σοβαρό τραυματισμό να τερματίσει άδοξα την καριέρα της. Αντιμέτωπη με ένα δυσοίωνο και αβέβαιο μέλλον και με τον κίνδυνο μείνει στο δρόμο, υποκύπτει στις πιέσεις του θείου της Βάνια (αν αυτό είναι αναφορά στον Τσέχοφ, ειλικρινά δεν έχουμε λόγια), υψηλά ιστάμενου στις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, και αναλαμβάνει μια επικίνδυνη αποστολή, στην οποία θα χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά τα θέλγητρά της και θα ανακαλύψει το ταλέντο που έχει στην αποπλάνηση. Οταν όμως όλα πάνε στραβα, θα αναγκαστεί προκειμένου να επιβιώσει να γίνει η νέα στρατιώτης της σχολής «Σπουργίτι», μίας μυστικής υπηρεσίας που ιδρύθηκε επί εποχής Χρουτσόφ κι εκπαιδεύει ξεχωριστούς νεαρούς και φερέλπιδες κατασκόπους να χρησιμοποιούν το σώμα και το μυαλό τους ως όπλο, για να εξολοθρεύουν τους αντιπάλους της μητέρας Ρωσίας. Αφού υπομείνει τη σαδιστική και διεστραμμένη διαδικασία εκπαίδευσης, η Ντομινίκα θα αναλάβει την πρώτη της επικίνδυνη αποστολή να αποπλανήσει τον πράκτορα της CIA Νειτ Νας και να αποκαλύψει ποιός είναι το ̈καρφί ̈ που δίνει στους αντιπάλους απόρρητα μυστικά της κυβέρνησης. Ποιά είναι όμως τα πραγματικά κίνητρα της Ντομινίκα;

Μετά από μία πραγματικά εντυπωσιακή εναρκτήρια σεκάνς, κατά την οποία βλέπουμε σε παράλληλο μοντάζ το ατύχημα της Ντομινίκα και την περιπετειώδη φυγή του Νας από τη Ρωσία, το «Κόκκινο Σπουργίτ»ι παίρνει μια σκοτεινή τροπή, σχεδόν πρωτόγνωρη για μια υφηλού προφίλ κι εμπορικών προδιαγραφών στουντιακή παραγωγή, και μας συστήνει ένα βίαιο σύμπαν σεξουαλικής διαστροφής και στυγνής εκμετάλλευσης, όπου ισχύει απαρέγκλιτα το ρητό homo hominis lupus και όλοι είναι ανά πάσα στιγμη θύτες και θύματα. Ενώ όμως με ένα τέτοιο υλικό σκηνοθέτες όπως ο Μπράιαν Ντε Πάλμα κι ο Πολ Βερχόφεν θα έκαναν θαύματα και θα παρέδιδαν ένα camp αριστούργημα, ο Λόρενς επιλέγει την οδό της σοβαροφάνειας και στήνει ένα διαδαλώδες θρίλερ συνεχών ανατροπών και εκπλήξεων που από τη μέση και μετά κουράζουν, αποπροσανατολίζουν και καταλήγουν σε ένα ανέμπνευστο κι ανερμάτιστο αμάλγαμα παλιομοδίτικής κατασκοπικής περιπέτειας, τύπου Ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι, και στιλιζαρισμένης παραβολής για τη δύναμη της γυναικείας σεξουαλικότητας και τη χειραφέτηση μέσα σε ένα σεξιστικό και καταδυναστευτικό περιβάλλον, στο δρόμο που χάραξε πολύ πιο επιτυχημένα μέσα στην απενοχοποιημένη ιλαρότητά του το «Atomic Blonde» του Ντέιβιντ Λείτς.

Οι ομοιότητες ανάμεσα στην Ντομινίκα Εγκόροβα του Red Sparrow και την Λορέιν Μπρότον του «Atomic Blonde» ειναι εμφανείς. Αμφότερες κινούνται σε έναν παραδοσιακά ανδροκρατούμενο χώρο και πρέπει να χρησιμοποιήσουν τη σαγήνη τους για να αποδείξουν την αξία τους και να επιβιώσουν, ενώ όμως η Σαρλίζ Θερόν πέτυχε να πλάσει μια ηρωίδα (μεταειρωνικά) κυρίαρχο της αντικειμενοποίησης της, η Τζένιφερ Λόρενς δείχνει να είναι εκ νέου (μετά τη «μητέρα!») θύμα της αντρικής ματιάς. Ο σάλος που προκάλεσαν οι φωτογραφίες από την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας στο Λονδίνο είναι ενδεικτικός αυτής της ριψοκίνδυνης αμφισημίας που αποπνέει η ταινία στη σοκαριστική εν τέλει απεικόνιση του γυναικείου σώματος και της θηλυκής ταυτότητας. Γι’ αυτό, όμως, το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης φέρει το μονοδιάστατο σενάριο και η επίπεδη, αν και στιλιζαρισμένη, σκηνοθεσία του Λόρενς και όχι η πρωταγωνίστρια, η οποία με το αδιαμφισβήτητο star power που διαθέτει, καταφέρνει να σηκώσει στους ώμους της το βάρος της ταινίας και, παρά τη μάλλον κακή ρωσική προφορά της, να προσδώσει αληθοφάνεια στο χαρακτήρα που υποδύεται και στα όσα εξωφρενικά του συμβαίνουν.

Από το υπόλοιπο καστ, αυτή που κλέβει με χαρακτηριστική ευκολία την παράσταση, είναι φυσικά η Σαρλότ Ράμπλινγκ στον κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της ρόλο της αυταρχικής, σαδίστριας και σαρδόνιας διευθύντριας της Σχολής των Σπουργιτιών, που αναπόφευκτα παραπέμπει στην εμβληματική παρουσία της στον «Θυρωρό της Νύχτας». Η Μαίρη-Λουίζ Πάρκερ κάνει ένα ολότελα παράταιρο κωμικό πέρασμα ως η Αμερικανίδα βοηθός Γερουσιαστή που θέλει να πουλήσει κρατικά μυστικά στους Ρώσους, ο Ματίας Σένερτς στο ρόλο του θείου Βάνια μάλλον πρέπει να αλλάξει ατζέντη, ενώ ο Τζόελ Έτζερτον, αν και συνεπής στο ρόλο του Αμερικανού κατασκόπου Νέιτ Νας, δεν διαθέτει το κατάλληλο εκτόπισμα για να αποτελέσει επαρκές ερμηνευτικό και δραματουργικό αντίβαρο απέναντι στην Τζένιφερ Λόρενς. Το υπόλοιπο καστ των Άγγλων ηθοποιών σε ρόλους Ρώσουν επαναφέρει το διαχρονικό ερώτημα γιατί δεν προτιμούνται ιθαγενείς ηθοποιοί σε ταινίες που διαδραματίζονται σε μη αγγλόφωνες χώρες, αλλά πρέπει να γίνεται κάθε φορά ένας άτυπος αγώνας κακών προφορών.

Το «Κόκκινο Σπουργίτι» ανοίγει τα φτερά του, αλλά δυστυχώς δεν απογειώνεται ποτέ και μένει στη μνήμη, μετά από 140 ομολογουμένως χορταστικά και πλούσια (ίσως υπερβολικά πλούσια) σε ανατροπές και δολοπλοκίες λεπτά, ως ένα κατασκοπικό θρίλερ που προσπαθεί να πει πολλά πράγματα ταυτόχρονα, αλλά δεν αποκαλύπτει τελικά τίποτα. Σαν το αδιαπέραστο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας του.