Στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, όσο η Γη καταστρέφεται από το φαινόμενο του θερμοκηπίου και οι πόροι ενέργειας εξαφανίζονται, ο άνθρωπος ανακαλύπτει περισσότερους βιώσιμους πλανήτες. Για παράδειγμα, ο Homestead II είναι ένας προορισμός 120 χρόνων μακριά, αλλά υπόσχεται μία νέα αρχή - τόσο προσωπική, όσο κι ολόκληρου του ανθρώπινου πολιτισμού. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πληρώσεις αδρά και να επιβιβαστείς στο «Avalon», ένα διαστημόπλοιο-κρουαζιερόπλοιο (όπως και το αντίστοιχο «Axiom» του «Wall-E» αν θυμάστε). Εκεί, επιστήμονες υποβάλλουν εσένα, τους 4.999 ακόμα επιβάτες και το πλήρωμα σε κρυογενική ύπνωση - διατηρούν το σώμα σου νέο κι άθικτο σε ειδικές κοιτίδες, με ξυπνητήρι ρυθμισμένο 4 μήνες πριν την άφιξη στο Homestead II. Μόνο που ο Τζο, ένας μηχανικός ο οποίος υπέγραψε συμβόλαιο να ακολουθήσει αυτή την πρώτη ανθρώπινη αποστολή, ξυπνά 90 χρόνια πριν από την ώρα του. Λίγο αργότερα ξυπνά και η Ορόρα, μία φιλόδοξη δημοσιογράφος-συγγραφέας που ήθελε να κάνει το ταξίδι για να το καταγράψει σ' ένα βιβλίο-κληροδότημα για τις μελλοντικές γενιές. Οι δυο τους, ένα πρωτόπλαστο ζευγάρι σ' έναν θαυμαστό νέο κόσμο, θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν και να ανακαλύψουν τη ζημιά στο σκάφος. Ή, τουλάχιστον, τους εαυτούς τους και το νόημα της ζωής - μέσα από τη συνειδητοποίηση ότι θα πεθάνουν εκεί, μόνοι, εγκλωβισμένοι στην απεραντοσύνη του συμπαντος. .

Φαινομενικά, η ταινία τα έχει όλα: είναι ρομάντζο, είναι περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, διαθέτει ιδέες που μπορούν να μεταλλάξουν την ιστορία σε κάτι με ειδική φιλοσοφική βαρύτητα. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Μόρτεν Τίλντουμ («Το Παιχνίδι της Μίμησης»), το σενάριο ο Τζον Σπέιτς («Doctor Strange», «Prometheus», «Mummy»), στους πρωταγωνιστικούς ρόλους με εξαιρετική χημεία και απροκάλυπτη φωτογένεια, οι Κρις Πρατ και Τζένιφερ Λόρενς. O Mάικλ Σιν σερβίρει τα ποτά. Μέχρι και τσάρκα στο διαστημικό κατάστρωμα με θέα γαλαξίες έχει προβλεφθεί.

Τι πήγε τόσο στραβά;

Ως συνήθως, το σενάριο είναι αυτό που πέφτει πρώτο σε μαύρες τρύπες. Από τη σκιαγράφηση και τα κίνητρα των ηρώων, μέχρι την περιγραφή και τις συνθήκες του χλιδάτου περιβάλλοντος του «Avalon», η ιστορία αφήνει κενά και φλερτάρει με κλισέ και υπερβολές που φαίνονται όμορφα στην οθόνη, αλλά αυτοκαταστρέφονται σε όποια προσπάθεια απογείωσης μέσα μας. Γλυκεροί διάλογοι, μελό ηθικά διλήμματα, μία ζηλευτή γκαρνταρόμπα ώστε η Τζένιφερ Λόρενς να αναδεικνύει καμπύλες και ψηλοτάκουνα, κι αντίστοιχες ευκαιρίες ώστε ο Κρις Πρατ να γδύνεται - όλα φιλοδοξούν να κορυφωθούν σε μία sci-fi περιπέτεια επιβίωσης, με στιγμές αγωνίες που στερούν το οξυγόνο από την αίθουσα.

Μόνο που δεν μας νοιάζει. Καθόλου. Οσο ο Σπέιτς δεν μπορεί να δώσει διαστάσεις στην ιστορία που θα ισορροπήσουν σωστά και θα συναντήσουν το μυαλό και την καρδιά του θεατή, όσο ο Τίλντουμ αναλώνεται σε προβλέψιμα κόλπα κι αδυνατεί να κινηματογραφήσει με ουσιαστικό βάθος (και δεν εννοούμε πεδίου) το θέμα του, όσο οι πρωταγωνιστές παίζουν με βροντόφωνη (σχεδόν κωμική) υπερβολή τους ξεχειλωμένους ρόλους τους, τόσο κι εμείς χάνουμε το ενδιαφέρον μας και κόβουμε την επικοινωνία με το αεροσκάφος.

Τι κρίμα! Μία υπόσχεση «Ναυαγού» σε συνδυασμό με «Τιτανικό» κι αποκορύφωση «The Martian», χάνεται άδοξα, ανεπίστρεπτα και καταδικασμένα στο... διάστημα.