Νέα Υόρκη, τέλη δεκαετίας του '70. Ο Ιρβινγκ Ρόζενφελντ (Κρίστιαν Μπέιλ) είναι ιδιοκτήτης αλυσίδας καθαριστηρίων, αλλά στην ουσία στήνει κομπίνες αόρατων επενδύσεων, γδύνοντας μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες από τις καταθέσεις τους, με τη βοήθεια της πανέξυπνης ερωμένης του Σίντνεϊ Πρόσερ (Εϊμι Ανταμς), η οποία ποζάρει ως Λονδρέζα μεγαλοαστή. Οι δυο τους αποτελούν ένα εκρηκτικό ζευγάρι: ερωτευμένοι, φιλόδοξοι, αχόρταγοι - είναι πεπεισμένοι ότι θα ζήσουν την πολυτέλεια, έτσι όπως την χαζεύουν μέσα από την λαμπερή αντανάκλαση της disco μπάλας του διεφθαρμένου αμερικανικού ονείρου. Μόνο που παρουσιάζονται δύο εμπόδια. Το ένα είναι η όμορφη αλλά δευτεροκλασάτη γυναίκα του Ρόζενφελντ, η Ρόζαλιν (Τζένιφερ Λόρενς), η οποία έχει τη δική της αντζέντα και κανέναν σκοπό να τον χωρίσει. Μέσα στην ωμή, φλύαρη αφέλεια της μπορεί να γίνει εξαιρετικά επικίνδυνη. Δεύτερο και σπουδαιότερο: ο Ρίτσι ΝτιΜάσιο (Μπράντλεϊ Κούπερ), ένας μεγαλομανής πράκτορας του FBI, ο οποίος τους ξεσκεπάζει και τους αναγκάζει να συνεργαστούν στο μεγάλο του κόλπο που θα του χαρίσει δόξα και διευθυντική θέση: μία επικίνδυνη undercover αποστολή που έχει σκοπό να παγιδέψει έναν ολόκληρο ιστό διαπλοκής από εκατοντάδες και μεγαλύτερης εμβέλειας απατεώνες, μαφιόζους και βρώμικους πολιτικούς.

Ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ πατάει σε μία αληθινή ιστορία, την Επιχείρηση Αμπσκαμ (ένα κόλπο του FBI που στα τέλη της δεκαετίας του '70 και στις αρχές του '80 ξεσκέπασε και συνέλαβε δεκάδες διεφθαρμένους πολιτικούς, χρηματιζόμενους κρατικούς λειτουργούς και μαφιόζους σε Νέα Υόρκη, Λονγκ Αϊλαντ, Νιου Τζέρσεϊ και Φιλαδέλφεια) για να πλάσει μία ταινία-σπουδή στην ασύδοτη ανθρώπινη φιλοδοξία. Ολοι παίζουμε ρόλους, όλοι φοράμε μάσκες, κουστούμια, επαναπροσδιορίζουμε τους εαυτούς μας και ξεγελάμε τους γύρω μας στο δρόμο προς την επιτυχία. Αλλοι το κάνουμε σε καθημερινά, νόμιμα, αδιόρατα, πολλές φορές υποσυνείδητα πλαίσια. Αλλοι έχουν στρατηγική, στόχο, το τραβούν στα άκρα και τζογάρουν τα πάντα. Ομως το να βλέπουμε τον εαυτό μας σαν αυτό που θα θέλαμε να γίνουμε, δεν απαιτεί πάντα φαβορίτες, καμπάνες και περουκίνια.

Ο Ο. Ράσελ επιστρέφει στα 70ς, με τον ίδιο τρόπο που ο Σκορσέζε φέτος επέλεξε να επιστρέψει στα 80ς. Εκεί βρήκε μία κομβική ιστορική στιγμή που η Αμερική (καθόλου τυχαίος ο αυθεντικός τίτλος: το «American Hustle» δηλώνει εξ αρχής ότι η ταινία δεν εξετάζει μόνο ένα δίδυμο κακοποιών αλλά τη διαπλοκή μιας ολόκληρης κοινωνίας) πέταξε το 60ς προσωπείο αθωότητας και ξεπούλησε τα πάντα για τον εύκολο πλούτο. Ακόμα κι αν το χρήμα δεν ήταν ο αυτοσκοπός, η «επιτυχία» ήταν πάντα - με τον τρόπο που ένα σύστημα την πακετάρισε ως «όνειρο» και την πούλησε σε όλο το δυτικό κόσμο. Η αναρρίχηση σε μία σκάλα ιεραρχείας, το μεγαλύτερο γραφείο, ο τίτλος, η εξουσία. Ολοι οι ήρωες, σε όποια πλευρά του νόμου κι αν στέκονται, αναζητούν να κόψουν δρόμο προς το αμερικάνικο όνειρο: να αφήσουν πίσω το κουφάρι του αποτυχημένου εαυτού τους, να ανοίξουν την πόρτα και να βγουν στην μεγάλη ζωή που τους περιμένει.

Η επιτυχία του Ο. Ράσελ είναι ότι μπορεί η καρδιά της ταινίας να εξετάζει με ειρωνεία και σαρκασμό τα σαθρά, διεφθαρμένα θεμέλια της αμερικανικής (κι όχι μόνο) κοινωνίας, η επιφάνειά της όμως - η εικόνα, ο ρυθμός, η φόρμα- παραμένει λαμπερή, εξαιρετικά διασκεδαστική, στιλάτη και... groovy. Οι ήρωες ακροβατούν σε μία 70ς παραζάλη, μία ευφορική ατμόσφαιρα ενός γλεντιού διαπλοκής που ξεχειλίζει από την ίδια την ιστορία, καθορίζει και την κινηματογράφηση, ποτίζει και την οθόνη, φτάνει στον θεατή σαν ευπρόσδεκτο κεφάτο μεθύσι.

Ακροβατώντας με χορευτική ακρίβεια, ο Ο. Ράσελ ξέρει που απαιτείται να είναι σοβαρός και πότε οφείλει να εμπιστεύεται την ειρωνία. Απόδειξη: η επιλογή των ηθοποιών του και η σκηνοθετική του κατεύθυνση για τις ερμηνείες τους. Στιβαροί, συγκλονιστικοί και γενναιόδωροι - ένα κουαρτέτο εξαιρετικής υποκριτικής στόφας, που όμως φροντίζει να κρατά τους τόνους όσο off beat χρειάζεται. Ο Κρίστιαν Μπέιλ φορά την απόγνωση του έξυπνου, αλλά παγιδευμένου στην μετριότητα κομπιναδόρου, με τη δεξιότητα που στην πρώτη του σκηνή φορά και το περουκίνι του ήρωα. Ο Μπράντλεϊ Κούπερ δε διστάζει να σαρκάσει μία ζωώδη ποιότητα ματαιοδοξίας και φιλοδοξίας που κουβαλά και στη χολιγουντιανή του υπόσταση. Η Τζένιφερ Λόρενς, για άλλη μία φορά, αποδεικνύει ότι δεν έχει φραγμούς, αλλά μάλλον άγνοια κινδύνου: βουτά χωρίς δεύτερη σκέψη με το ξασμένο της κεφάλι στον trashy ρόλο της , όπως το αγρίμι σε ωμό κομμάτι κρέας, και αναδύεται με κάτι που δεν είναι καρικατούρα.

Ομως η ηθοποιός της ταινίας είναι η Εϊμι Ανταμς. Αναμφίβολα. Χωρίς ανταγωνισμό. Σέξι, σκοτεινή, πληγωμένη, πανέξυπνη, πολυπρόσωπη, εκδικητική, επικίνδυνη. Την κοιτάς και νιώθεις ότι σε ξεγελά - ξανά και ξανά και ξανά. Σε χειρίζεται, αλλά χειρίζεται και τον εαυτό της. Κρατά τις κλωστές της μαριονέτας της ερμηνείας της και σε περιπαίζει. Ως πραγματική con artist δε θα καταλάβεις ποτέ ποια πραγματικά είναι.

Μην αυταπατάστε όμως. Αλλος είναι ο μαέστρος. Ακολουθώντας συνειδητά αυτό που κάνουν και οι ήρωές του, ο Ο. Ράσελ «μασκαρεύει» το σήμα-κατατεθέν σινεμά του σε μία κινηματογραφική κομπίνα: το ντύνει σαν ένα αλά Σκορσέζε φορμαλιστικό crime drama, το κατοικεί με αλά Λιούμετ αντιήρωες, αλλά ταυτόχρονα δυναμώνει αυτοσαρκαστικά την ένταση στο «Πυρετός το Σαββατόβραδο» soundtrack, ύφος, στιλιζάρισμα. Είναι κι ο ίδιος ένας κινηματογραφικός American Hustler. Θέλει να κλέψει την ποπ κουλτούρα, το μεγάλο σινεμά. «Δεν πάμε για τίποτα καινούργιο εδώ - μόνο ανακαινίζουμε τα παλιά» βάζει στο στόμα ενός ήρωα του. Και μας κλείνει το μάτι.