Ηδη από το συνδυασμό των δύο θρυλικών παραμυθιών στον τίτλο («Η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι» των Αδελφών Γκριμ και τα «Κόκκινα Παπούτσια» του Χανς Κρίστιαν Αντερσεν) καταλαβαίνεις πως βρίσκεσαι μπροστά σε ένα mash-up μύθων που ξεκινούν από τα βάθη των αιώνων και φτάνουν μέχρι τον «Πόλεμο των Αστρων» και την εποχή των υπερηρώων, σε συσκευασία μεταμοντέρνου made in South Korea μύθου για τη σημασία του να είσαι αυτός που είσαι.
Η Χιονάτη, για παράδειγμα δεν είναι η πριγκίπισσα που γνωρίζουμε και οι πρίγκιπες - υπερήρωες που θα τη βοηθήσουν να βρει τον πατέρα της είναι επτά πράσινοι νάνοι, αποτέλεσμα μιας κατάρας που θα λυθεί μόνο μετά από το φιλί της πιο όμορφης κοπέλας στον κόσμο. Αυτή… θα γίνει η Χιονάτη όταν φορέσει τα μαγικά κόκκινα γοβάκια που εποφθαλμιά η κακιά μάγισσα μητριά της προκειμένου να ξαναγίνει νέα και όμορφη. Οι νάνοι θα κάνουν τα πάντα για να βρίσκονται συνεχώς δίπλα στην «όμορφη» Χιονάτη προκειμένου να κλέψουν το φιλί που θα τους κάνει πάλι «κανονικούς», ενώ η Χιονάτη θα ανακαλύψει πως ο νέος της εαυτός είναι αδιάφορος μπροστά στα πραγματικά αισθήματα που έχει για τον… Μέρλιν.
Οι παρεξηγήσεις σχετικά με το ποιος είναι ο πραγματικός εαυτός της Χιονάτης και του Μέρλιν θα μονοπωλήσουν προς το τέλος, όταν το «παραμύθι» θα αποδειχθεί πολύ λίγο για να αντέξει τη δράση του φινάλε αλλά και αυτά που συνήθως οδηγούν με μαθηματικό τρόπο στο «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Καλοδεχούμενη παραλλαγή πάνω στα γνωστά κι απαράλλαχτα των κλασικών παραμυθιών (και της Disney) που θέλουν τις πριγκίπισσες με μέση δαχτυλίδι, τους πρίγκιπες πάνω σε άσπρα άλογα και το τελικό φιλί με πολύ συγκεκριμένες συντεταγμένες, το «Τα Κόκκινα Γοβάκια και οι Επτά Νάνοι», γραμμένο απλά και σχεδιασμένο απλοϊκά μπορεί να αναλλάσσει την ελλιπή του κινηματογράφική γραφή με μια διαρκή διάθεση μοντερνισμού, δεν θυσιάζει όμως και τίποτα στο βωμό του πολύ συγκεκριμένου πολύ παιδικού target group του, παραμένοντας ανώδυνα ρομαντικό και εξίσου αν όχι ακόμη πιο ανώδυνα διασκεδαστικό από την αρχή μέχρι το τέλος.