Ηδη από την πρώτη σκηνή της ταινίας, όπου ο σκηνοθέτης Τόμας (του Μαρκ Ρογκόβσκι), γυρίζει τα τελευταία πλάνα του νέου του φιλμ, αντιλαμβάνεσαι ότι ο κεντρικός χαρακτήρας του «Passages» είναι ένας ήρωας που δύσκολα θα συμπαθήσεις. Ισως γιατί για κάποιους θα είναι πολύ δύσκολο να ταυτιστούν με τον εγωκεντρικό, ναρκισσιστικό, ανώριμο χαρακτήρα του. Ισως γιατί κάποιοι άλλοι θα αναγνωρίσουν σε αυτόν τις πιο άβολες ιδιότητες της δικής του ψυχοσύνθεσης, αυτές που λίγο πολύ οι περισσότεροι προσπαθούμε να κρατάμε ιδιωτικές και καταπιεσμένες.

Η λέξη «καταπίεση» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο του Τόμας, τουλάχιστον όχι σε ό,τι αφορά στις δικές του επιθυμίες και διαθέσεις, αφού δεν δείχνει να έχει κανένα πρόβλημα να τσαλαπατήσει ή να στραπατσάρει τα εγώ και τις καρδιές των ανθρώπων γύρω του, δίχως να πολυδίνει σημασία. Και κάπως έτσι, στο πάρτι για την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, θα αφήσει τον χαμηλότονο σύζυγό του Μάρτιν (που υποδύεται ο Μπεν Γουίσο) να γυρίσει μόνος στο σπίτι κι εκείνος θα βρεθεί τελικά στο κρεβάτι της Αγκάτ, μιας δασκάλας που έχει την σαγηνευτική μορφή της Αντέλ Εξαρχόπουλος. Και ακόμη χειρότερα, το επόμενο πρωί, επιστρέφοντας στο σπίτι, θα μοιραστεί με τον Μάρτιν την νυχτερινή του περιπέτεια περιμένοντας όχι συγχώρεση, μα κάποιου είδους έπαινο.

Στον αυτοαναφορικό, μπερδεμένο, συναισθηματικά ατελή μικρόκοσμό του, αυτό που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ένα one night stand, θα προβάλλει σαν η ιδέα ενός νέου έρωτα, μια ιδέα που θα τραφεί από την (ως ένα σημείο αυτοκαταστροφικη) επιθυμία της Αγκάτ να κερδίσει έναν άντρα τόσο ασταθή και εγωπαθή που κατορθώνει να δείχνει γοητευτικός σε όσους δεν μπορούν να δουν πίσω από τις εμφανείς αδυναμίες του. Κι έτσι θα εγκαταλείψει τη συζυγική εστία για να εξερευνήσει αυτόν τον «έρωτα» σε μια απόφαση που θα φέρει ριζικές ανακατατάξεις στη συναισθηματική ζωή και των τριών τους και που δεν θα οδηγήσει προφανώς σε κανένα αληθινά ευτυχές τέλος.

Ο Αϊρα Σακς που και εδώ, όπως στις περισσότερες ταινίες του, υπογράφει το καλοδουλεμένο σενάριο με τον Μαουρίτσιο Ζακαρίας, στήνει, με κέντρο τον χαρακτήρα του Τόμας, ένα ερωτικό τρίγωνο που μοιάζει σκαληνό στην καλύτερη περίπτωση και που ακόμη κι αν ο Τόμας αποτελεί την πιο προβληματική πλευρά του, και οι άλλες δύο έχουν ως ένα σημείο το δικό τους μερίδιο ευθύνης στον τρόπο που του επιτρέπουν να τους χρησιμοποιεί.

Ομως το «Passages» δεν ενδιαφέρεται να επιρρίψει ευθύνες ούτε κρίνει με το μέτρο της όποιας ηθικής τους χαρακτήρες του, αντίθετα, ο Σακς χρησιμοποιεί τις εικόνες του για να αποκαλύψει την αλήθεια τους και αφήνει στον θεατή την επιλογή να τους κρίνει ή μη, να τους καταλάβει ή όχι. Ακόμη κι αν ο Τόμας μοιάζει σε μερικές στιγμές με καρικατούρα, ντυμένος με τα αταίριαστα, παράξενα ρούχα του και έχοντας μια συμπεριφορά που θυμίζει μια μάλλον εύκολη απομίμηση ενός αυτοκαταστροφικού auteur όπως ο Φασμπίντερ, ο Σακς εξακολουθεί να τον βλέπει με συμπάθεια και να τον αντιμετωπίζει «δίκαια», χωρίς φυσικά να τον δικαιολογεί.

Τοποθετημένο στο Παρίσι, το φιλμ έχει κάτι το γαλλικό στον τρόπο που χειρίζεται την αφήγηση, τους διαλόγους, τους χαρακτήρες, μα κυρίως τα συναισθήματα και τις πράξεις τους, αλλά αναμφίβολα ανήκει ξεκάθαρα στο κινηματογραφικό σύμπαν του δημιουργού του. Που επιμένει κι εδώ να κάνει ένα ακόμη γεμάτο ειλικρίνεια και αλήθεια φιλμ που το να σε κάνει μερικές φορές να αισθάνεσαι άβολα αποτελεί μέρος των προθέσεών του και, μαζί, απόδειξη της επιτυχίας του.