Ενας περιθωριακός τυχοδιώκτης, ο Ραντλ ΜακΜέρφι, έχει βρεθεί στη φυλακή για την ερωτική του συνεύρεση με μια δεκαπεντάχρονη. Απείθαρχη φύση, δημιουργούσε συνεχώς εντάσεις στους συγκρατούμενους και φρουρούς του και το δικαστικό σύστημα τον έστειλε σε ψυχιατρικό ίδρυμα για να εξεταστεί αν πάσχει από ψυχική ασθένεια, ή προσποιείται μία αντικομφορμιστική συμπεριφορά για να γλιτώσει τον εγκλεισμό. Εκεί, ο ΜακΜέρφι θα απογειώσει τα αναρχικά ξεσπάσματά του, ξεσηκώνοντας και τους υπόλοιπους ασθενείς της πτέρυγας, που είχαν υποταχθεί πλήρως στην ατσάλινη πειθαρχία που ασκούσε η Νοσοκόμα Ράτσεντ. Ποιος θα νικήσει; Ο ανυπότακτος τρελός ή το σύστημα;

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι το ομώνυμο βιβλίο του Κεν Κέσεϊ (που είχε διασκευαστεί και σε θεατρική παράσταση με πρωταγωνιστή τον Κερκ Ντάγκλας) ανέλαβε να το μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη ο Μίλος Φόρμαν. Ο Τσέχος σκηνοθέτης που είχει καυτηριάσει πολλές φορές το ανατολικοευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα της χώρας του («Οι Ερωτες Μιας Ξανθιάς», «Φωτιά... Πυροσβέστες»), βρίσκεται με φρέσκο βλέμμα απέναντι σε μια Αμερική, που σπέρνει ελπίδες άπιαστου αμερικανικού ονείρου και θερίζει θύελλες αποτυχίας, νεύρωσης, περιθωριοποίησης.

Η θεματική μπορεί να ακούγεται κλισέ: απόκληρος τα βάζει με το σύστημα, το σύστημα θα νικήσει. Η ταινία όμως έχει μείνει διαχρονική για τον τρόπο που ο Φόρμαν αποτυπώνει την αλληγορία του. Ο ΜακΜέρφι είναι απατεώνας κι εξυπνάκιας. Αδιαπραγμάτευτα αξίζει να εκτίσει την ποινή του βιασμού ανήλικης. Δίκαια θα έπρεπε να πάρει τη γνωμάτευση ότι έχει «σώας τας φρένας» και να επιστρέψει στο κελί του.

Ομως αυτό είναι η αφορμή για να εξετάσει κανείς, μέσα από σκηνές παρατήρησης για το τι συμβαίνει μέσα στους τοίχους μίας ψυχιατρικής κλινικής, τι ορίζουμε ως πολιτισμένες κοινωνίες ως «παραβατικότητα», ποια θεωρείται επιτρεπτή και με πόση αυστηρότητα τιμωρείται μια άλλη.

Το σύστημα στέκεται στην εικόνα. Οι φροντιστές ντύνονται με λευκές στολές και παπιγιόν, η Νοσοκόμα Ράτσεντ φορά ατσαλάκωτη την κάπα, το αδιάτρητο χαμόγελο και την φασιστική της ευγένεια. Το χαπάκωμα των ασθενών γίνεται υπό τους ήχους κλασικής μουσικής. Ο Φόρμαν δεν παρουσίαζει εύκολα και φτηνά το «Κακό». Το κάνει με εγκράτεια, το χτίζει διακριτικά, ώστε να καταλάβουμε τι συμβαίνει και στη ζωή. Ολα λειτουργούν στην εντέλεια, αρκεί να τηρείς τους άκαμπτους κανόνες. Αρκεί να μην αμφισβητήσεις την χρησιμότητά τους: γιατί να μην αλλάξει το πρόγραμμα για λίγο, ώστε οι ασθενείς να παρακολουθήσουν το πρωτάθλημα μπέιζμπολ; Δε θα τους έφερνε μεγαλύτερη χαρά; Δε θα ήταν κι αυτό θεραπεία;

Κάπου εκεί ξεσκεπάζεται η πραγματική παραβατικότητα. Είναι σκοπός η θεραπεία; Κάνει σωστά η Νοσοκόμα Ράτσεντ τη δουλειά της, ή κάτω από την συστημική της ηρεμία κρύβεται μία εξίσου διεφθαρμένη κατάχρηση εξουσίας; Μία τιμωρός στα όρια του σαδισμού; Κι αν σκάψει κανείς ακόμα πιο βαθιά, ποιος της έχει δώσει τη δύναμη να φέρεται έτσι; Το κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες του εμπιστεύεται τους ψυχικά ασθενείς σε ιδρύματα με σκοπό τη θεραπεία, ή τελικά απλώς τους πετάει κάπου για να μένουν αόρατοι και να μην προβληματίζουν τους υγιείς και τους νορμάλ; Η απάντηση έρχεται όταν ο ΜακΜέρφι πληροφορείται ότι οι περισσότεροι είναι εκεί «με τη θέλησή τους» (σ.σ. τους έχει στείλει η οικογένειά τους).

Οχι, ο Ραντλ ΜακΜέρφι δεν είναι ήρωας. Ομως, μέσα στην παραβατική του συμπεριφορά επιτυγχάνει κάτι σπουδαίο: παίρνει απελπισμένους και τους δίνει ελπίδα. Το Ψυχιατρείο αντιμετωπίζει τους ψυχικά άρρωστους ως μονάδες, ανθρώπους παρατημένους στη μοίρα τους, κι εκείνος τους κάνει ομάδα, κοινότητα - έστω και μέσα από έναν αγώνα μπάσκετ ή μία κοπάνα για ψάρεμα. Κι αυτό είναι μεγάλη επανάσταση και πρέπει να παταχθεί υποδειγματικά.

Οπως και σε όλες τις ταινίες του Φόρμαν, τα όρια της κωμωδίας και της τραγωδίας μπλέκονται, ώστε να μπορέσουν να ειπωθούν και τα πιο πικρά, τα πιο καυστικά της ζωής. Σε αυτό τον κανόνα υπακούν με φοβερό ταλέντο και αριστοτεχνικές ερμηνείες και οι ηθοποιοί του. Ο Nτάνι ΝτεΒίτο έχει πιάσει στην εντέλεια τον χαρακτήρα του χαμογελαστά θλιμμένου εμμονικού, o Mπραντ Ντούρι συγκινεί ως ο ντροπαλός κι ευνουχισμένος από τη μητέρα του κεκές, ο Σίντνεϊ Λάσικ κουρδίζει σε αλάνθαστο τόνο τις εξάρσεις του αντιήρωα που ζητά δικαιοσύνη (έστω και μέσα από μια κούτα τσιγάρα), ο Κρίστοφερ Λόιντ περιφέρει την σπίθα στα μάτια του κι ο «Chief» Γουίλ Σάμπσον την τιτάνια σιωπή του ως μονόλιθο.

Κανείς όμως δεν μπορεί να σου παγώσει το αίμα, τόσο υποδόρια, τόσο ύπουλα, όσο η Λουίζ Φλέτσερ (Οσκαρ Α Γυναικείου) ως Νοσοκόμα Ράτσεντ. Κανείς δεν θα μπορούσε να παίξει έτσι - με τέτοια γοητευτική αλητεία, τον Ραντλ ΜακΜέρφι, όσο ο Τζακ Νίκολσον. Κι αν η τρέλα τού βγαίνει εύκολα, η ηλεκτρική του υποκριτική ενέργεια δεν καταλαγιάζει με κανένα ηλεκτροσόκ, η πραγματική μαεστρία του κρύβεται σε κλεμμένες, ενδιάμεσες σκηνές. Οταν στιγμιαία μελαγχολεί, σοβαρεύει, νιώθει, συμπαραστέκεται.

Εξι Χρυσές Σφαίρες, έξι BAFTA και τα 5 σπουδαιότερα Οσκαρ (Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Α' Ανδρικού, Α Γυναικείου) μοιάζουν να είναι η κληρονομιά αυτού του αριστουργήματος. Ισως όμως η πραγματική να κρύβεται σε μία απλή φράση: «εγώ τουλάχιστον προσπάθησα».