Σε μια γειτονιά του Παρισιού, οι κάτοικοι θα μπλέξουν σε ένα γαϊτανάκι ερωτικών σχέσεων. Κλέφτες, εραστές, καθημερινοί άνθρωποι, θύτες και θύματα, θα συναντηθούν σε έναν κόσμο αναρχίας.

Δανείζεται τον τίτλο του από τον «Ερίκο Δ» του Γουίλιαμ Σέξπιρ, όμως τίποτα «κλασσικό» δεν θα βρείτε σε αυτή την κοινωνική σάτιρα του Οταρ Ιοσελιάνι, που ακολουθεί τις τεθλασμενες γραμμές των ζωών μιας σειράς ανθρώπων στο Παρίσι του σήμερα που ενώνονται μέσα από την κοινή πορεία ενός χειροποίητου σερβίτσιου από πιάτα κι ενός πορτρέτου μιας γυμνής γυναίκας.

«Το κυνήγι θεωρείτο η πιο ευγενής απασχόληση» μαθαίνουμε στην αρχή της ταινίας, όταν ο Ιοσελιάνι μας γυρίζει πίσω στις μέρες που το τελευταίο πιάτο του σερβίτσιου ζωγραφίστηκε από τα χέρια του τεχνίτη και που το μοντέλο γδύθηκε για τελευταία φορά μπροστά στον καλλιτέχνη.

Η φράση θα επαναληφθεί ξανά στην διάρκεια του φιλμ, σε εποχές και μέρες που το κυνήγι έχει πάψει να αποτελεί συνηθισμένη απασχόληση και που οι κοινωνικές δομές και τα όρια των τάξεων έχουν αλλάξει ριζικά. Μόνο που κάτι παραμένει ίδιο: Η επιθυμία για την εικόνα εκείνης της γυναίκας, που αλλάζοντας χέρια (όχι πάντα με τον πιο θεμιτό τρόπο) το κάδρο που την περικλείει στενεύει, η χρησιμότητα για ένα σερβίτσιο πιάτα, είτε σερβίρεις σε αυτά ένα υπέροχο δείπνο, είτε σβήνεις μέσα ένα τσιγάρο.

Στην διάρκεια του φιλμ, θα συμβούν και τα δύο, όπως και μια σειρά ακόμη γεγονότα, από ασήμαντα μέχρι εν δυνάμει τραγικά. Απιστίες, κλοπές, γνωριμίες, βαφές μαλλιών, μια «τρομοκρατική ενέργεια», punk «μουσικά διαλείματα», χωρισμοί, συλλήψεις, δημοπρασίες έργων τέχνης. Ολα με την υφή μιας κωμωδία του παραλόγου, την αίσθηση της παρωδίας ακόμη κι αν τίποτα δεν κινηματογραφείται ως τέτοιο, με την εγγενή γελοιότητα που κρύβει πάντα η ζωή, ακόμη και στις πιο τραγικές στιγμές της.

Η αντιστοιχία με το σινεμά του Ζακ Τατί δεν είναι δύσκολη να αναγνωσθεί, ακόμη κι αν η κωμωδία του Ιοσελιάνι ακόμη και στις πιο «κινητικές», ή αστείες στιγμές της, μοιάζει να έχει πάντα τα χείλη σφιγμένα. Αντίθετα, μοιάζει να κρύβει μέσα της κάτι από την μελαγχολία της Ρώσικης λογοτεχνίας στον τρόπο που χτίζει το αχνό, μα ξεκάθαρο πορτρέτο της κοινωνίας των ανθρώπων.

Από τις πόρνες στο πεζοδρόμιο, μέχρι την κυρία με τις γούνες, από τους αστυνομικούς μέχρι τους τρομοκράτες κι από τους εμπόρους τέχνης μέχρι τους κλέφτες, η ταινία του Ιοσελιάνι μεταμορφώνει τους ήρωές του σε ένα κουβάρι που τσουλά στους ίδιους δρόμους, σε χαρακτήρες που δεν διαφέρουν ριζικά ο ένας από τον άλλο που μοιάζουν να παίζουν προκαθορισμένους ρόλους σε ένα δράμα που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στο χρόνο.

Κι ο τίτλος του είναι απλά «Ζωή».