Οταν ήταν 8 χρονών η Ιζαμπέλα είδε την μαμά της να συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι είχε δολοφονήσει 3 άτομα κατά τη διάρκεια εξορκισμού. Στα 28 της επιχειρεί να την ξανασυναντήσει, προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβη εκείνο το βράδυ. Εδώ και 20 χρόνια, η Μαρία Ρόσι φυλάσσεται σε Ψυχιατρικό Ιδρυμα της Ρώμης για τους Ψυχοπαθείς Εγκληματίες. Η Ιζαμπέλα ταξιδεύει μ' ένα μικρό συνεργείο ντοκιμαντεριστών και συναντά δύο νεαρούς εξορκιστές (οι οποίοι δρουν χωρίς την άδεια της Καθολικής Εκκλησίας). Μαζί θα επιχειρήσουν να πλησιάσουν τη γυναίκα, να ανακαλύψουν αν είναι δαιμονισμένη ή ψυχασθενής, και στην πρώτη περίπτωση να την θεραπεύσουν. Συνδυάζοντας την επιστήμη με τη θρησκεία, έρχονται αντιμέτωποι με το απόλυτο κακό με τη μορφή τεσσάρων δαιμόνων που έχουν υπό την απόλυτη κυριαρχία τους τη Μαρία.

Τα ψευδοντοκιμαντέρ της τάξεως του «Blair Witch Project» ή ακόμα και της «Μεταφυσικής Δραστηριότητας» απαιτούν κάτι πάρα πολύ βασικό για να παρασύρουν την αδρεναλίνη σου, να σε καθηλώσουν, να σε τρομάξουν: πρέπει να τα πιστέψεις. Οφείλουν να διαπεράσουν το «δεν γίνονται αυτά» τείχος άμυνας που σηκώνει το μυαλό, να τρυπώσουν κάτω από κάθε σου αντίσταση για να σου παγώσουν το αίμα. Διαφορετικά, το μόνο που μπορεί να καταφέρει κάθε φιλόδοξος κινηματογραφιστής είναι να αποσπάσει μερικές εύκολες, φθηνές, ενστικτώδεις κραυγές σου κάθε φορά που θα κόψει απότομα στα μεταλλαγμένα πρόσωπα των δαιμονισμένων την ώρα που απειλητικά φτύνουν βρισιές σε άψογα λατινικά.

Κι ο Γουίλιαμ Μπρεντ Μπελ, ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος, δεν καταφέρνει να μας πείσει με μία ιστορία που θέλει μια γυναίκα να συλλαμβάνεται στο Νιου Τζέρσεϊ αλλά να κρατείται επί 20 χρόνια σε ψυχιατρείο της Ρώμης - κάπως βολικό για να επιτευχθεί η εξωτική ατμόσφαιρα του Βατικανού, δεν σας φαίνεται; Ούτε είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι η κόρη την αναζητά δύο δεκαετίες μετά, ούτε ότι ένα τόσο προσωπικά σημαντικό και τραυματικό ταξίδι επιλέγει να το κάνει αντικείμενο ντοκιμαντέρ, ούτε ότι της επιτρέπουν στη Ρώμη την είσοδο σε αμφιθέατρο μαθητευόμενων εξορκιστών με τον οπερατέρ της και την κάμερα ανοιχτή, ούτε ότι την αφήνουν στο κελί της μητέρας της μόνη και αφύλαχτη για την πρώτη τους συνάντηση.

Οσο η κάμερα κουνιέται, πέφτει στο πάτωμα, ή αρπάζεται και σαλιώνεται από τους δαιμονισμένους για χάρη αληθοφάνειας και πραγματικής απειλής, τόσο το σενάριο επιτρέπει στο μυαλό να γελά καθησυχασμένο ότι ...αυτά συμβαίνουν μόνο στο σινεμά. Και, δυστυχώς, στο κακό σινεμά.

Κακογραμμένο, κακοπαιγμένο, και σκηνοθετικά προβλέψιμο σε τρομάζει με το gore των κοντινών και εύκολους «μπου» αιφνιδιασμούς. Κι όσο για το ότι ο Διάβολος είναι... κολλητικός και μεταφέρεται από σώμα σε σώμα, το έχουμε καταλάβει: από την επιδημία παρόμοιων low budget ψευδο-ντοκιμαντέρ τρόμου που ξεπετάγονται για να δελεάσουν την δαιμονισμένη όρεξη ενός κοινού που δεν χορταίνει να τα βλέπει.