Ο 55χρονος Φελίτσε επιστρέφει στην γενέτειρά του Νάπολη, μετά από 40 χρόνια που έχει καταφύγει (για λόγους που εξηγούνται πολύ αργότερα) στο Κάιρο. Αναζητά το πατρικό του, τις γειτονιές του, την μητέρα του. Βρίσκει τα πάντα αλλαγμένα. Τρομάζει που άλλοι κατοικούν στο σπίτι τους, που η κάποτε κούκλα αεροσυνοδός μητέρα του τώρα είναι μία γριούλα με εύθραυστη ραχοκοκκαλιά και αντίληψη, που οι παλιοί του φίλοι έχουν εξαφανιστεί. Ιδιαίτερα ο Ορέστης, ο κολλητός του που μαζί έτρεχαν στους δρόμους με τη μηχανή του, το έσκαγαν από το σχολείο τις μέρες για μπάνιο, ή μπούκαραν για αλητείες σε σπίτια τα βράδια.

Υπάρχει κάτι στο βλέμμα του Φελίτσε, όσο περιηγείται στους δρόμους που αλώνιζε - κάτι ανάμεσα σε θλίψη και ενοχές. Κάτι γλυκό και πικρό μαζί. Κάτι που τον εμποδίζει να βλέπει ξεκάθαρα: όχι, οι ρημαγμένες κατοικίες δεν είναι όμορφες απλώς γιατί είναι ο καμβάς των νιάτων του, ούτε οι νυχτερινοί δρόμοι, όπου η πιτσιρικαρία της Κομόρα αλωνίζει, είναι λιγότερο επικίνδυνοι γιατί συνδέονται με τις μνήμες του. Ακόμα κι όταν πληροφορείται ότι ο Ορέστης είναι σήμερα ο αρχηγός της πιο αδίστακτης Οικογένειας, ο Φελίτσε δεν σταματά την αναζήτησή του. Θέλει να ξανασυναντήσει τον παλιόφιλό του. Με θλίψη, ενοχές. Νοσταλγία.

Ο Μάριο Μαρτόνε πατάει πάνω στο ομότιτλο βιβλίο του Εμάνο Ρέα (2016) και κατασκευάζει ένα ατμοσφαιρικό δράμα. Ο φακός του αποτυπώνει με γήινη καφέ και γκρίζα ώχρα το σήμερα, αλλά όταν οι αναμνήσεις του Φελίτσε εμφανίζονται στην οθόνη σε 16mm, όλα γίνονται γαλάζια, κόκκινα, πορτοκαλιά - όλα καίγονται στο φως.

Εξαιρετικά τα κάδρα του DP Πάολο Κάρνερς που συλλαμβάνουν τη βοή των ναπολιτάνικων δρόμων με μαεστρία, εξαιρετική η δουλειά του μοντέρ Τζιάκοπο Κουάντρι,που κόβει από το τότε στο τώρα με ξεκάθαρες, αλλά φίνες μεταβάσεις.

Ενα μυστήριο καλύπτει το φευγιό του Φελίτσε στα 15 του χρόνια. Οπως κι εξίσου μυστηριώδης είναι η επιμονή του να επιστρέψει (αφήνοντας την πολύ πιο άνετη ζωή του με τη γυναίκα του στην Αίγυπτο) στην αφιλόξενη για εκείνον πια Νάπολη. Ο τίτλος της ταινίας είναι η απάντηση κι ο Πιερφρανσέσκο Φαβίνο τη φοράει σε κάθε βλέμμα, στη γλώσσα του περήφανου σώματός του, στα χαμόγελα που του ξεφεύγουν αυθόρμητα μόλις κάτι θυμηθεί από τα παλιά. Ο πρωταγωνιστής του «Προδότη» του Μάρκο Μπελόκιο αποδεικνύεται για ακόμα μία φορά ένα στιβαρό χαρτί για έναν ρόλο σκληρό και εύθραυστο ταυτόχρονα.

Μόνο που εδώ ένα πιο αδύναμο σενάριο που αφήνει κενά στα κίνητρα των ανθρώπων, στις μεταξύ τους σχέσεις και τις φιλοδοξίες τους δεν επιτρέπει στο θεατή να συνδεθεί απόλυτα με τον ήρωα. Πράγματα ξεφεύγουν και από την κοινή, αλλά και τη συναισθηματική λογική. Ισως γιατί η Νοσταλγία του Μαρτόνε για τις ταινίες που οι άντρες δεν έλεγαν πολλά, αλλά έκοβαν δρόμο στο συναίσθημα θόλωσε το βλέμμα του και δεν επέτρεψε να δει την ιστορία του πιο ξεκάθαρα.