Η κάμερα του Γιώργου Βιτσαρόπουλου δεν μπήκε απλώς στο γήπεδο, ακολουθώντας για έναν περίπου χρόνο την ομάδα μπάσκετ με αμαξίδιο του Αθλητικού Συλλόγου Κινητικά Αναπήρων (ΑΣΚΑ) Αμαρουσίου σε προπονήσεις κι αγώνες. Στήθηκε ευθυτενώς απέναντι στους παίκτες και τους έπαιξε στα ίσια, επιτρέποντάς τους να μάς συστηθούν με όλα τα χαρίσματα και τις αδυναμίες. Καταγράφοντας και τα χειροκροτήματα και τα μπινελίκια. Και την νίκη, αλλά, κυρίως και τις καθημερινές ήττες.

Ηττες προσωπικές δικές τους, αλλά, το σπουδαιότερο, ήττες συλλογικές, δικές μας. Οσο τους βλέπεις να ιδρώνουν, να πέφτουν και να σηκώνονται, να σουτάρουν και να ταπώνουν, το μοντάζ κόβει στις συνεντεύξεις τους. Οι μπασκετμπολίστες αφηγούνται στην κάμερα τις προσωπικές τους ιστορίες - Ελληνες που χτύπησαν σε τροχαίο, Σύριοι που ακρωτηριάστηκαν σε βομβαρδισμούς, γυναίκες και άντρες που χτυπήθηκαν από εκφυλιστικές αρρώστιες, αλλά και υγιείς αθλητές που κάθισαν εθελοντικά στο καροτσάκι γιατί «το μπάσκετ, είναι μπάσκετ». Ολα καταλήγουν στο γήπεδο, αλλά όλα έχουν κοινή αφετηρία: την παντελή έλλειψη ασίστ από την Πολιτεία.

Δεν είναι γκρίνια, είναι γεγονός. «Η αναπηρία είναι ακριβό σπορ. Αν είσαι φτωχός είσαι πολύ ανάπηρος» λέει ένας παίκτης, κι έχει τόσο δίκιο. Σκύβεις το κεφάλι από ντροπή, όχι μόνο όταν ακούς ότι κανείς δεν στηρίζει τους αθλητές σε αμαξίδια, αλλά όταν συνειδητοποιείς ότι κανείς δεν μεριμνεί για τους πολίτες σε αμαξίδια. Ζούμε σε κοινωνίες που μάς θέλουν εύρωστους κι αρτημελείς - να παράγουμε, να φορολογούμαστε. Αν κάτι στραβώσει κι αρρωστήσουμε, είμαστε μόνοι μας. Ζούμε σε χώρες που οι αθλητές μας είναι αόρατοι, εκτός κι αν φέρουν μετάλλια. Τότε είναι Ελληνες που μάς κάνουν περήφανους. Ηρωες.

Για αυτό και η καρδιά του ντοκιμαντέρ χτυπά από τον τίτλο της: «No heroes». Οχι, δεν δείχνεις σεβασμό αποκαλώντας ήρωες του αθλητές σε αμαξίδιο. Δείχνεις άγνοια και συγκατάβαση. Δεν χρειάζονται την υπόκλισή σου, χρειάζονται το αυθεντικό σου χειροκρότημα. Ας έλειπαν οι τιμές στο Μαξίμου κι ας υπήρχαν γερές υποδομές. Εκτίμηση, όχι φιλανθρωπία.

Σεναριακά, το μεγάλο ατού του ντοκιμαντέρ του Βιτσαρόπουλου είναι ότι ανοίγει αυτόν τον διάλογο μέσα σου. Δεν χρειάζεσαι πολλά για να αναμετρηθείς με τη δική σου ήττα. Απλώς κοιτάς το βλέμμα του Βάιου Γιώρα, του κόουτς της ομάδας. Βλέμμα πατρικό, αυστηρό και ντόμπρο που παίζει μαν του μαν τους αθλητές του. Εκεί καταλαβαίνεις ότι μάς τα έχουν μάθει όλα λάθος. Αλλο ενσυναίσθηση, άλλο λύπηση. Αλλο εμψύχωση, άλλο συγκατάβαση.

Σκηνοθετικά, υπάρχουν αρετές, υπάρχουν κι άστοχες βολές. Σεκάνς με ενέργεια που σου μεταφέρουν το χτυποκάρδι ενός αγώνα, κλεμμένες στιγμές προσωπικής διάδρασης των αθλητών που σου μεταδίδουν αβίαστα την κανονικότητα της ζωής (οι φιλίες, οι κόντρες, το χιούμορ, η τσαντίλα). Ομως πολλές φορές ο ρυθμός χαλαρώνει, ο Βιτσαρόπουλος ντριπλάρει και ξεχνιέται μέσα στο γήπεδο - καθυστερεί βάζοντάς σε να παρακολουθείς μεγάλα τμήματα αγώνων. Εκεί, το μοντάζ θέλει λίγο σφίξιμο για να επιστρέψει στα πρόσωπα και τις ιστορίες τους.

Επίσης, κάποια πλάνα είναι φάουλ: ενώ πετυχαίνει τόσο εύστοχα τη δυναμική και την ένταση του γηπέδου, αφήνει στο μοντάζ κάποια (ελάχιστα) κάδρα που κόβουν την προοπτική - το ύψος και το βάθος στη ρακέτα. Βλέπεις τον αθλητή και χάνεις το σουτ. Αυτό θα ήταν μεγάλη λεπτομέρεια, αλλά σε μια τέτοια θεματική, μια τέτοια αστοχία συμβολίζει δυστυχώς το αντίθετο των προθέσεών της ταινίας. Τονίζει την αναπηρία. Εχασες τη φάση, δεν είδες, γιατί η κάμερα έμεινε καρφωμένη στην καρέκλα. Οχι στην επίδοση.

Ομως, στο σφύριγμα της λήξης δεν σε ενδιαφέρει κανένα λάθος. Υπάρχει τέτοια δύναμη στο μήνυμα, τέτοιο σθένος στην αφήγηση, τόση αλήθεια στο συναίσθημα. Πανηγυρίζεις, κι ας χάνει το Μαρούσι. Το ντοκιμαντέρ νίκησε. Οι βολές του έχουν βρει ασάλιωτα την καρδιά σου.