To 2017 ο Αργεντίνος Γκαστόν Ντουπράτ είχε κάνει, μαζί με τον Μαριάνο Κον στη σκηνοθεσία, μια μικρή, αλλά αισθητή έκπληξη στο συνήθως σοβαρο(φανές) και άνυδρο φεστιβαλικό τοπίο, με τον απολαυστικό «Επιφανή Πολίτη», μια κωμωδία, η οποία, μεταξύ πολλών άλλων φεστιβαλικών διακρίσεων, κέρδισε το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας και το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ως ένα αναπάντεχο, αλλά σε κάθε περίπτωση γνήσιο και ατόφιο crowd pleaser.

Με «Το Αριστούργημά μου» οι φιλοδοξίες είναι ακόμα μεγαλύτερες και πιο εύγλωττες από τον τίτλο κιόλας, καθώς ο Ντουπράτ, με τη βοήθεια του αδερφού του, Αντρές και πάλι στο σενάριο και τον Μαριάνο Κον στον πιο περιορισμένο ρόλο του παραγωγού αυτή τη φορά, επιτίθεται ξανά στα κλισέ της καλλιτεχνικής δημιουργίας, στρέφει, όμως, τα βέλη του, όχι στον κόσμο της λογοτεχνίας (όπως έκανε με τον «Πολίτη»), αλλά σε ένα θεωρητικά ακόμα πιο εύκολο και φορτωμένο με στερεότυπα μικρόκοσμο, εκείνον των εικαστικών και της μοντέρνας τέχνης. Δυστυχώς για όλους (το σκηνοθέτη, τους ηθοποιούς, το κοινό, ακόμα και τον τίτλο που - έστω και ειρωνικά - επέλεξε να δώσει στην ταινία), το τελικό αποτέλεσμα πέφτει στην παγίδα αυτής της ευκολίας και της υπεραπλούστευσης. Αριστούργημα; Κάθε άλλο.

Μετά από μια εντελώς περιττή και παράφωνη εισαγωγή σε voiceover, κατά την οποία η με υψωμένο δάχτυλο υπενθύμιση ότι ένα έργο τέχνης απαιτεί την παρατήρηση και τη βύθιση του βλέμματος του θεατή σε αυτό, αποτυγχάνει να πείσει ακόμα και ως ένα a priori (μετα)ειρωνικό αστείο, ο ένας εκ των δύο πρωταγωνιστών περιπλανιέται με το (πολυτελές) αυτοκίνητό του στους δρόμους του Μπουένος Αϊρες και δηλώνει ότι αυτή είναι η καλύτερη και χειρότερη πόλη στον κόσμο, γιατί εκεί μπορούν να συμβούν τα πάντα. Τι ακριβώς εννοεί αποκαλύπτεται αμέσως μετά, καθώς εξομολογείται πως είναι ένας δολοφόνος.

Με ένα φλας μπακ πέντε χρόνια πριν, αρχίζουμε να μαθαίνουμε την ιστορία του: ο ήρωας είναι ο Αρτούρο Σίλβα, ιδιοκτήτης γκαλερί μοντέρνας τέχνης στην πρωτεύουσα της Αργεντινής, κι ενσαρκώνει όλα τα κλισέ στα οποία παραπέμπει η επαγγελματική του ιδιότητα. Μπορεί να χρησιμοποιήσει επιτηδευμένες και ψαρωτικές εκφράσεις για να εκθειάσει κάθε έργο που εκθέτει, ντύνεται μοντέρνα και στιλάτα, φορά στρογγυλά κοκάλινα γυαλιά. Ο μόνιμος βραχνάς του είναι ο Ρένζο Νέρβι, ο καλλιτέχνης που επί δεκαετίες εκπροσωπεί και στενός του φίλος. Πάλαι ποτέ καυτό όνομα στον εικαστικό κόσμο, αλλά πλέον στα αζήτητα, ο Νέρβι ζει ηλικιωμένος και πάμφτωχος στο ακατάστατο στούντιο του, ένας ημίτρελος ερημίτης στη σκιά της μεγαλοφυΐας και της ακατάπαυστης δημιουργικότητάς του, ο οποίος κακομεταχειρίζεται και φέρεται προσβλητικά σε όποιον τολμήσει να τον προσεγγίσει, είτε αυτός είναι ένας φέρελπις καλλιτέχνης από την Ισπανία που θα θελήσει να μαθητεύσει κοντά του, αλλά θα δει τον μέντορά του να συνθλίβει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του, είτε η νεαρή ερωμένη του και φοιτήτρια καλών τεχνών, στην οποία δεν θα δώσει καμία σημασία πέρα από το να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ορέξεις.

Ο Αρτούρο θα προσπαθήσει πλειστάκις να επαναφέρει το φίλο του στο προσκήνιο, ο ζωγράφος, όμως, θα υπονομεύσει κάθε απόπειρα, αρνούμενος πεισματικά να ενταχθεί και συμβιβαστεί με τις απαιτήσεις της αγοράς του χώρου της τέχνης. Μετά το φιάσκο της ανάθεσης για τη δημιουργία ενός πίνακα για έναν μεγαλοβιομήχανο κι ένα ατύχημα που θα στοιχίσει παραλίγο τη ζωή στον Ρένζο Νέρβι, ο γκαλερίστας θα σκαρφιστεί ως ύστατη σωτηρία ένα μεγάλο κόλπο για τον εύκολο πλούτο, αλλά και την ολική επαναφορά του ονόματος του φίλου του στο χρηματιστήριο της μοντέρνας τέχνης. Η συνέχεια θα είναι γεμάτη ανατροπές και εκπλήξεις.

Ή περίπου, γιατί δε χρειάζεται πολλή φαντασία για να μαντέψει κανείς ποιο είναι το μεγάλο κόλπο, ούτε τι κωμικοτραγικές συνέπειες θα έχει αυτό, καθώς όλα στην ταινία κινούνται στο πλαίσιο του προφανούς, ακόμα και στις πιο (ομολογουμένως) διασκεδαστικές σκηνές της, οι οποίες δυναμιτίζονται τελικά από μια άτεχνη δραματουργία που φλερτάρει με το θρίλερ και τη σάτιρα, διαποτίζεται από μερικές στιγμές τρυφερής και ανιδιοτελούς ανδρικής φιλίας, παραδίδεται όμως διαρκώς σε μια στερεοτυπική αντιμετώπιση του κόσμου της τέχνης και της «αδάμαστης» καλλιτεχνικής μεγαλοφυΐας και σε έναν διδακτισμό που τελικά επιβεβαιώνει όσα προσπαθεί ανεπιτυχώς να αποδομήσει.

Κι ενώ οι Γκιγιέρμο Φρανσέλα και Λουίς Μπραντόνι δείχνουν να διασκεδάζουν αφάνταστα στους ρόλους του γκαλερίστα και του ζωγράφου αντίστοιχα και πλάθουν δύο απολαυστικά πορτρέτα που θυμίζουν τις ευτράπελες περιπέτειες με τους Τζακ Λέμον και Γουόλτερ Ματάου στο τέλος της καριέρας τους, αφενός η ανάγκη του σκηνοθέτη να πει κάτι «σοβαρό» και να «στηλιτεύσει», αφετέρου η (εκ διαμέτρου αντίθετη με την άτεχνη και ακατέργαστη πλανοθεσία του «Επιφανούς Πολίτη») στυλιζαρισμένη σκηνοθετική προσέγγιση θολώνουν ακόμα περισσότερο τις προθέσεις και υπονομεύουν όχι μόνο την ψυχαγωγική της αξία, αλλά και το (όποιο) κοινότοπο τελικά μήνυμα, περιορίζοντας αυτό το «Αριστούργημα» στη μετριότητα.