Δυτική Πολωνία 2009. Ο Γιάτσεκ είναι ένας 25χρονος εργάτης που ζει με την οικογένειά του στην μικρή επαρχιακή, αγροτική κωμόπολη του Σβιμπότζιν: τους ηλικιωμένους γονείς, την γλωσσού παντρεμένη αδελφή του, τον ρατσιστή εξυπνάκια γαμπρό του, τα μικρά του ανήψια. Ολοι ξέρουν ότι ο Γιάτσεκ είναι δαφορετικός - μακριά μαλλιά, wolverine γένια, Metallica Τ-shirts και μουσικές που δονούν τα τζάμια του αυτοκινήτου του και κάνουν τα πιτσιρίκια του χωριού να τον κυνηγούν φωνάζοντας «Αντίχριστε!», και, πάνω από όλα, η επιθυμία του να μαζέψει χρήματα και να φύγει από τον μικρό του ορίζοντα. Να ζήσει στο Λονδίνο.
Ο Γιάτσεκ είναι αιρετικός, αλλά καλόκαρδος, καφρικά αστείος (όπως τα αγόρια της ηλικίας του) και τόσο γλυκά ερωτευμένος με το party girl του χωριού, την ξανθιά Νταγκμάρα, που δέχεται να τον παντρευτεί. Για αυτό κι εκείνος κάνει διπλοβάρδιες: εκτός από τις κτηνοτροφικές δουλειές της οικογένειας, δουλεύει και στο μεγάλο έργο της περιοχής. Το τεράστιο μαρμάρινο άγαλμα του Ιησού, που χρηματοδοτήθηκε από τους κατοίκους του Σβιμπότζιν, με δάχτυλο την τοπική Εκκλησία που ήθελε να ξεπεράσει το ρεκόρ μεγέθους του αντίστοιχου εμβληματικού Χριστού στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. Ειρωνικά, ο Γιάτσεκ δουλεύοντας στο πρόσωπο του Ιησού, παραπατά και πέφτει από μεγάλο ύψος, καταστρέφοντας το δικό του. Μία μεταμόσχευση προσώπου (που για πρώτη φορά γίνεται στην Πολωνία) τον επιστρέφει στην οικογένειά του, ριζικά αλλαγμένο. Εκείνος είναι το ίδιο αστείο, γλυκό, τρελό, ονειροπόλο αγόρι. Για όλους τους άλλους όμως είναι ένα τέρας. Επιτέλους, ταίριαξε το πρόσωπο του «Αντίχριστου».
Η Μαγκοζάτα Σιμόφσκα επιστρέφει , τέσσερα χρόνια μετά το «Body» (Βραβείο Σκηνοθεσίας, Μπερλινάλε 2015). Παρόλες τις διαφορετικές θεματικές αφετηρίες, τόσο στο «Σώμα», όσο και στο παλιότερο «Stranger» (2004), αλλά και το «In the Name of...» (2013), η σκηνοθέτης καταπιάνεται με την σύγκρουση της πνευματικότητας με τη σάρκα, του ατόμου με τους θεσμούς, τις υπαρξιακές αναζητήσεις των ηρώων της που συγκρούονται με το κλειστό, κοινωνικοπολιτικό τους σύστημα.
Κι αν στις προηγούμενες ταινίες της ο τόνος είναι σοβαρός, εδώ κάνει κωμωδία. Ή, μάλλον, μία ανελέητη φάρσα, μία καυστική σάτιρα για το αληθινό μας πρόσωπο. Το πρόσωπο του υπερκαταναλωτισμο - στη σεκάνς τίτλων αρχής για παράδειγμα, αποτυπώνει κατάμαυρα τη σύγχρονη αλήθεια: δεκάδες πελάτες τρέχουν με τα εσώρουχα σε πολυκατάστημα που ξεπουλάει σε τρελή έκπτωση Plasma τηλεοράσεις, αν δεχθείς να μπεις γυμνός και να κυνηγήσεις την τύχη σου. Το πρόσωπο του εθνοθρησκευτικού κράτους, άρρηκτα συνδεδεμένου με το πραγματικό πρόσωπο της Εκκλησίας, που ενδιαφέρεται όχι στ' αλήθεια για το ποιμνίο της, αλλά για την υστεροφημία της, τη μεγαλομανία της, τη φιλοχρηματία της (κι ο τοπικός ιερέας που φτάχνεται με τις πορνό εξομολογήσεις των χωρικών του αποτελεί μία κωμική επιβεβαίωση). Το πρόσωπο της Αγίας Οικογένειας, όπου η μητριαρχική φιγούρα είναι σκληρή και ανελέτη, ενώ τα παιδιά τσακώνονται για τα κληρονομικά τους. Το ρατσιστικό πρόσωπο των μικρών κοινωνιών που δεν ανέχονται καμία διαφορετικότητα: μεθύστακες καταπιεσμένοι κάτοικοι ζουν αδιέξοδες ζωές και γελούν με κακόβουλα, εξευτελιστικά αστεία για τους Ρομά και τις γυναίκες τους.
Κανείς όμως δε βλέπει αυτά τα πρόσωπα. Κανείς δεν κρίνει το πρόσωπο του συστήματος που μάθαμε να αποδεχόμαστε και να ζούμε. Το τέρας είναι το διαφορετικό. Το τέρας είναι το νέο, άλλο πρόσωπο του Γιάτσεκ. Το τέρας ήταν πάντα ο Γιάτσεκ γιατί δεν αποδεχόταν κανέναν τους.
Η Σιμόφσκα (με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας της Μίχαλ Ενγκλερτ) φιλτράρει τα κάδρα της και σκεπάζει με ονειρική πάχνη τα τοπία της ξεχασμένης Πολωνίας, μία κινηματογραφική τεχνική που πρώτον καθορίζει που θέλει να εστιάσουμε στην οθόνη και δεύτερον επιβάλλει μία αισθητική που τελικά καταλήγει φορσέ. Οπως φορσέ είναι και η δραματουργία και τα μηνύματά της: κανείς δεν πέφτει από ένα τέτοιο άγαλμα και ζει, με παραμορφωμένο μόνο το πρόσωπό του. Αλλά κι αν δεχθούμε όλο αυτό, ποιητική αδεία για την αντίστιξη του Χριστού και του «Αντίχριστου», όλοι οι παραπάνω συμβολισμοί και παραλληλισμοί είναι προφανείς, πρώτου επιπέδου και σε ορισμένες περιπτώσεις όσο αμαρτωλοί όσο αυτά που θέλει η Σιμόφσκα να καταδικάσει. Μία γυναίκα σκηνοθέτης που κρίνει τον μισογυνισμό της σύγχρονης χώρας της, παρουσιάζει όλες τις γυναίκες ηρωίδες της κακόβουλα - από την άσπλαχνη μητέρα, μέχρι την οπορτουνίστρια αρραβωνιαστικιά ή την καρικατούρα αδελφή.
Αυτό που μένει είναι η καλή της πρόθεση απέναντι στην ιλαροτραγική σκιά που αφήνει αυτός ο τεράστιος Ιησούς πάνω στη χώρα και τους συμπολίτες της. Αυτό που μένει είναι η εξαιρετική ερμηνεία του Ματέους Κουσνιουρέβιτς που δεν στέκεται μόνο στην σπαραχτική απελπισία του ρόλου, αλλά τον γεμίζει ενέργεια, νιάτα, χιούμορ, σκανταλιά και γλύκα.